Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΒΒΟΥΡΑΣ (1932): Ο σπουδαίος, αθόρυβος ποιητής της Πάτρας


ΚΑΤΙ
Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου
κάτι σαν κέντημα, σαν πέτρα, σα λουλούδι
τόσο απαλό κι’ ωραίο που να μοιάζει σου
και νάναι απείραχτο απ’ του χρόνου τ’ άγριο χνούδι.
Νάναι πλεγμένο, θέλω, από τα χέρια σου
νάναι σαν κράξιμο απ’ τα δικά σου χείλη
κάτι σα δάκρυ απ’ την χλωμήν εικόνα σου
κάτι θαμπό σα φλόγα από καντήλι.
Θέλω από σένα κάτι̇̇ κι έχω φύλαγμα
τέτοιο, που ανέγγιχτο ό,τι δώσεις μου θα μείνει:
Έχω έναν ίσκιο στης καρδιάς τα τρίσβαθα
για των λευκών σου των χεριών την καλωσύνη.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ
ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ στην άκρη του γκρεμού
και δε μου άπλωνες το χέρι.
Με κυττούσες μόνο και δεν έλεγες
τίποτε. Δεν ήξερες όμως
πως απ’ αυτό το βλέμμα σου
κρατιόμουν.

ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΟΥ
Για φαντάσου να πήγαιναν όλα καλά.
Να είχαμε παντρευτεί τον πρώτο μας έρωτα
να είχαμε μπει με την πρώτη στο πολυτεχνείο
να είχαμε κερδίσει την πρώτη δημοπρασία.
Να μην ξέρουμε πως χτυπά η καρδιά από νοσταλγία
να μην έχουμε ξαναδοκιμάσει, να μην έχουμε απογοητευτεί.
Για φαντάσου να είμαστε ικανοποιημένοι.

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Να μετακομίζεις βράδυ, είναι η καλύτερη ώρα.
Δεν σε παίρνει είδηση κανένας. Σβήνεις το φως
τρυπώνεις στα σκεπάσματά σου, βάζεις σπινά το κασετόφωνο
κι αρχίζεις να κουβαλάς ένα – ένα τα πράγματά σου
από την παλιά σου κάμαρα.
Καταφθάνουν ύστερα οι παιδικοί σου φίλοι
μοιράζεσαι μερικές ώρες μαζύ τους
και σαν τότε, σήμερα, ένα άλλο σήμερα ονειρεύεσαι.


ΑΜΗΧΑΝΙΑ
Το χαρτί τελειώνει̇̇̇ το μολύβι μου
άφησε κι’ αυτό την τελευταία του πνοή̇
νυχτώνει και δεν έχω φως. Και τώρα
τι γίνεται; Τώρα, θεέ μου, συγκράτησέ με̇
τώρα μη μου κατεβάσεις καμιά καλή ιδέα
και δεν έχω τι να την κάνω.

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Μου άφησες την ψάθα
για να μη με καίει ο ήλιος̇
μου άφησες την ομπρέλλα
σε περίπτωση βροχής̇
μου άφησες τα γάντια
για να μη ξυλιάζουν τα δάχτυλά μου.
Μου άφησες τόσα τέλοσπάντων
ώστε η φτώχεια μου
να σπαταλιέται μέσα σε πολλά.
Όμως μου πήρες τα παπούτσια.
Στην ουσία με αφόπλισες. Γιατί
πώς να διασχίσω ανυπόδητος
αυτόν τον χέρσο τόπο με τα’ αγκάθια
που μας χωρίζει.Πώς να θυμάμαι,
ακολουθώντας τ’ αχνάρια σου,
χωρίς να ματώνω.


ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ (Ανέκδοτα ποιήματα)
Από μια φυλακή
χωρίς φρουρούς και κάγκελα
πώς να δραπετεύσω.
***
Τι πληκτική μέρα η σημερινή!
Τίποτα δεν επιθύμησα.
***
Με τη φαντασία μπορείς
να ταξιδέψεις, ν’ ανατρέψεις
το χρόνο, να μεταμορφωθείς.
Δε μπορείς ν’ αποκτήσεις.
***
Ένα τριζόνι μπορεί
να βγάλει πέρα μόνο του
ολόκληρη νύχτα.
***
Σε κατοικίες μια πολυκατοικία
είναι όσο ένα χωριό
χωρίς συγχωριανούς και πλάτανο.
***
Είμαστε τόσοι
όσοι αυτοί
που μας ξέρουν.
***
Ξαναγυρίζουμε στα παλιά
γιατί τα καινούργια πάλιωσαν.
***
Η αγάπη συγχωρεί τον φταίχτη.
Ο έρωτας τιμωρεί τους αθώους.

ΤΟ ΠΛΕΧΤΟ
Η μάνα μου δεν ήξερε τι θα πει καθησό. Ακόμα κι όταν έπιανε την καρέκλα, κάτι έβρισκε να κάνει. Έτσι, χρόνο το χρόνο, γιόμιζαν οι κασέλες κεντήματα και πλεχτά˙ έτσι ξετύλιγαν τα κουβάρια τους οι μεγάλες νύχτες του Χειμώνα και πλέκονταν παραμύθια˙ έτσι γινόντουσαν τσεβρέδες τα παλιά. Έτσι μια κρύα νύχτα στη σκοπιά, καθώς είμουν πουντιασμένος και είχα ρίγη, ένιωσα κατάσαρκα τη μάνα μου να με τρίβει με οινόπνευμα και να μου φοράει πλεχτή φανέλα. Και μέχρι να τελειώσει το νούμερό μου, έψαχνα βουρκωμένος στο χάρτη της νύχτας για ένα παράθυρο φωτισμένο με μια σκιά σκυφτή στο αχνισμένο τζάμι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου