Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953): 19 στάσεις

 


Κόβοντας εισιτήριο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ είναι μια ελλειπτικη βιογραφο-μυθολογία. 

Παίρνω (υποτίθεται) το λεωφορείο Χαριλάου-Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός (νούμερο «10») της Θεσσαλονίκης και
γράφω από κάθε στάση τι θυμάμαι, ξεκινώντας
απ’ την αφετηρία ως το Τέρμα. Όσο θυμάμαι ακό-
μα, πριν προκύψει κανένα «silver alert» ή πριν μου
κάνει ο Θεός την αναπάντητη.
Οι «στάσεις» είναι δημοσιευμένες σε μια περίο-
δο τριών χρόνων περίπου. Ξεκίνησα να τις γράφω
μία μία σε συνέχειες για το εξαιρετικό περιοδικό
μικροϊστορίας της Θεσσαλονίκης, το
Θεσσαλονι-
κέων Πόλις
.
Η διαδρομή αυτή διατρυπά την πόλη πέρα πέ-
ρα (διαμπάξ, που λέμε) από την πάνω πλευρά, σε
σχέση με τη θάλασσα. Οι στάσεις είναι δεκαεννιά.
Ήταν τουλάχιστον, ενόσω χρησιμοποιούσα αστι-
κό, από νήπιο μέχρι και περίπου τριάντα χρονών,

οπότε πήρα μια δική μου σακαράκα, ένα μεταχει-
ρισμένο «Φολκς Βάγκεν»-κατσαρίδα, μαύρο. Πρό-
κειται για μια διαδρομή-αναδρομή εμπειριών, φα-
ντασιώσεων και επινοήσεων. Ίσως μερικά γεγο-
νότα που λέω ότι συνέβησαν σε μένα να τα έζησαν
άλλοι και ασυναίσθητα (ή όχι) να έχω οικειοποιη-
θεί τη μνήμη τους ή μέρος της, συν την αλλοιωμέ-
νη δική μου. Ή να είναι κάτι ενδιάμεσο: συμβάν
και επινόηση μαζί, ή ερμηνεία και διαστροφή του
συμβάντος. Μήπως είμαι ψευδομάρτυρας του εαυ-
τού μου; Δεν ξέρω – σε κάποιο βαθμό σίγουρα.
Ποτέ δύο άτομα που έζησαν το ίδιο γεγονός, δεν
το θυμούνται με τον ίδιο τρόπο· αλλά ίσως και να
υπάρχουν κοινοί τόποι, κάποιος σπινθηρισμός, κά-
τι διασταυρούμενο στις δύο αφηγήσεις, που κι αυ-
τές αλλάζουν μέσα στον χρόνο. Η πόλη στο κείμε-
νο, η Θεσσαλονίκη, δεν υφίσταται παρά ως λειψή,
διαθλώμενη, υποκειμενική πρόσληψη, αποσπασμα-
τική. Δεν κοπαδιάζουν οι λαγοί, απλώς εδώ συ-
νημμένως ψάλλονται. Και δεν αναζητώ κανέναν
ρεαλισμό, παρά αντανακλάσεις, σπασμένες σκη-
νές, ίσως αναξιόπιστες, συνδυασμένα θρύψαλα κι
απρόβλεπτες συνάφειες – είμαι η σκιά του τρίπο-
δα και του φωτογράφου μέσα στη φωτογραφία,
λόγω του ότι το φως μάς χτυπάει από πίσω. Ση-
μασία, τελικά, έχει μόνο το ίδιο το κείμενο, καθε-
αυτό, που απομένει ως μόνη πραγματικότητα ενυ-

πάρχοντας εντός του εαυτού του· αν και αυτό, επί-
σης, είναι αμφίβολο, διότι τι ακριβώς θα πει «πραγ-
ματικότητα»; Τι μπορούμε να επαληθεύσουμε σε
σχέση με το λεγόμενο υπάρχον ή με αυτό που όντως
υπήρξε και με ποια κριτήρια; Τι θυμούνται τα γά-
ντια του τερματοφύλακα;
Άρα: Το δρομολόγιο αυτό είναι μια πρόσθεση
από αφαιρέσεις. Μέσα του ενυπάρχω κι εγώ ως
μια ρευστή έλλειψη και συνεπιβάτης του διαφεύ-
γοντος εαυτού μου.
Αυτο-συνοδευόμενος. Και για να το ξεκαθαρί-
σω: Αν ήμουν τετράποδος, οι λέξεις μου θα έπρε-
πε να λογαριαστούν ως ίχνη μιας πέμπτης οπλής.

Μόλις βλέπω, πλέον, τέτοιο όχημα, με πιά νει αποστροφή, σαν να πρόκειται να μπω  σε λεωφορείο πολλά χρόνια –-
στην κλούβα ή σε ψυγείο μεταφοράς κρεάτων. Κι
αυτό γιατί ως τα τριάντα μου κυκλοφορούσα μόνο
με λεωφορείο ή με τα πόδια. Πρέπει να ’χω κάνει
τόσα δρομολόγια όσα σχεδόν κι ένας οδηγός που
πήρε σύνταξη απ’ τον
ΟΑΣΘ. Όμως τότε περπα-
τούσαμε και πολύ, χαλούσαμε ένα ζευγάρι παπού-
τσια τον χρόνο· μην κοιτάς τώρα που ένα ζεύγος
μάς πάει μια πενταετία και το πετάμε όχι επειδή
χάλασε αλλά από βαρεμάρα, να βάλουμε κάτι και-
νούργιο, κανένα «Adidas» με αερόσολα ή τίποτα
«Hush Puppies», που αναπνέει και το πόδι.
Μεγάλωσα στην περιοχή Χαριλάου, στη φτω-
χοσυνοικία ακριβώς κάτω από το άλσος της Νέας
Ελβετίας, στην οδό Νέα Ηρακλέους
47, σε μια μο-
νοκατοικία τεσσάρων δωματίων με ελάχιστη αυλή.

Και δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το δα-
σάκι πεύκων με τη Ζιρίχη ή τη Λοζάνη και το ονό-
μασαν Νέα Ελβετία – ίσως την ίδια που έχει στη
Χαλκιδική η Σίβηρη με τη Σιβηρία.
Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι και
η απόσταση απ’ το σπίτι ως την αφετηρία των λεω-
φορείων Χαριλάου, στην προέκταση της οδού
Νέας Ηρακλέους, ήτανε γύρω στο χιλιόμετρο. Ξε-
ποδάριασμα. Οπότε, όλο τον χειμώνα και κάθε χει-
μώνα επί τριάντα χρόνια, για να πάρουμε το λεω-
φορείο περπατούσαμε χίλια μέτρα λάσπης κι άλ-
λα τόσα στην επιστροφή. Θυμάμαι ότι η λασπου-
ριά ή η σκόνη δεν έλειπε σχεδόν ποτέ και όταν ήταν
να πάμε σε καμιά σοβαρή δουλειά ή σε τίποτα βα-
φτίσια και γάμους, τυλίγαμε τα παπούτσια μας με
σακούλες νάιλον, που τις βγάζαμε και τις πετού-
σαμε φτάνοντας στο λεωφορείο, ενώ κρατούσαμε
στην τσέπη κι άλλες δυο για την επιστροφή. Αλ-
λιώς τα πατούμενα γίνονταν ασήκωτα τσαρούχια
τον χειμώνα, βαριά αρβύλια, σαν λασπο-παγοπέ-
διλα, και δεν ήταν για κόσμο.
Και το λεωφορείο αυτό τόσα χρόνια το είχα σι-
χαθεί – αν κι είναι συνδεδεμένο με όλη μου τη νεό-
τητα, την εφηβεία και μετά, δηλαδή με όλη την
ταλαιπωρία. Δικό μου αυτοκίνητο, ένα μεταχειρι-
σμένο «Φολκς Βάγκεν»-κατσαρίδα, απόκτησα μό-
νο στα τριάντα μου. Μέχρι τότε μου είχαν φάει τα

νιάτα οι χειρολαβές και οι άβολες θέσεις της γραμ-
μής Χαριλάου-Ν. Σ. Σταθμός, δηλαδή τα λεωφο-
ρεία με το νούμερο «
10»· εξαιτίας τους αρνιόμου-
να να διαβάσω και το ομώνυμο μυθιστόρημα του
Μ. Καραγάτση, που το ανέγνωσα τώρα τελευταία
και μετά λύθηκαν τα μάγια κι είπα να ξαναπάρω,
έτσι, για λόγους μνήμης, μια φορά το «Δεκάρι».
Άφησα, λοιπόν, το
ΙΧ κοντά στην αφετηρία,
αγόρασα δύο εισιτήρια από το περίπτερο και μπή-
κα στο λεωφορείο από τη νέα αφετηρία, που τώρα
είναι λίγο πιο πάνω απ’ το Παλιό Τέρμα, εκατόν
τόσα μέτρα πέρα από την κάτω πύλη του άλσους
της Νέας Ελβετίας, δίπλα σε ένα διευθετημένο, κυ-
κλικό παρκάκι με γρασίδι. Κάθισα σε μια θέση
μπροστά, ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ως συνο-
δηγός σχεδόν, ώστε να έχω από τα πλατιά τζάμια
της μούρης του οχήματος δορυφορική λήψη, ζουμ
πανοραμίκ, στον δρόμο και στα ένθεν κακείθεν πε-
ζοδρόμια. Ένιωθα κάποια ταραχή, αλλά και συ-
γκίνηση – με πλημμύρισαν απρόσμενα τόσες μνή-
μες, που δεν προλάβαινα να τις συνειδητοποιήσω.
Ένας κόσμος ολόκληρος, βυθισμένος στα άφεγγα
μέρη του εαυτού μου, απωθημένος, ξεγραμμένος,
αφημένος να πλέει λαθραία, πειρατικά, κάπου μέ-
σα μου, σε όρια ρευστά, θολά και μακρινά. Και
ξαφνικά, στην πρώτη στάση, στο μυθικό γήπεδο
του Άρεως, σκέφτηκα να γράψω, στάση στάση,

για τα πρώτα εκείνα τριάντα χρόνια. Από κάθε
στάση κι από κάθε περιοχή, ως κάτω στο Τέρμα,
στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, κουβαλώ άπει-
ρες ιστορίες και φαντασιώσεις διαφόρων εποχών
από το
1960, και λίγο πριν, ως το 1990, και λίγο με-
τά, που διασταυρώνονται με πλευρές της ιστορίας
της πόλης, και των ανθρώπων της, σε πολλαπλές
εκδοχές. Μιζέρια και μεγαλείο. Μ’ έναν ολόκληρο
κόσμο που έχει τις ίδιες ή σχετικές μνήμες και οι
οποίες θα χαθούν στη σύγχυση του χρόνου, την
απώλεια και τη λήθη. Θα βουλιάξουμε στα μπα-
μπάκια των ημερών σαν παλιό, μισοάδειο μεταμε-
σονύχτιο δρομολόγιο, και δεν θα το θυμάται πια
κανείς. Θα τα γράψω, λοιπόν, όλα αυτά, σαν στιγ-
μιαίες αντανακλάσεις από τη ζωή της πόλης στα
πλατιά τζάμια του λεωφορείου, σαν κλεφτές μα-
τιές, εν κινήσει, στα καθρεφτάκια του οδηγού, ει-
κόνες-επιβάτες που μπαινοβγαίνουν, διασταυρώ-
σεις, αγγίγματα, θραύσματα ενός κόσμου που πα-
ρήλθε και είναι ακόμα εδώ. Θα τα γράψω ως ει-
σπράκτωρ κι ελεγκτής στις ασυνάρτητες φραγές
της μνήμης.
Ξεκινώ απ’ την αφετηρία: Ακριβώς κάτω από
το Παλιό Τέρμα βρισκόταν η «Μάντρα» του Στα-
ματόπουλου, όπου πρωτόπαιξε ο Τσιτσάνης περί
το
1938. Λίγο πιο πάνω είναι η είσοδος του άλσους
της Ελβετίας, όπου κάθε χρόνο γινότανε, ως τη δε-

καετία του ’80, η ετήσια Γιορτή του Κρασιού, με
δωρεάν οίνο, καθημερινό γλέντι, λαϊκούς τραγου-
διστές και βέβαια με τη Νίτσα Τσίτρα και τον Κου-
φογιάγκο, που διέπρεπαν στο δημώδες – ακόμα
μέσα μου ακούω καθαρά το κλαρίνο και τη φωνή
της έξοχης Τσίτρα: «Το παπάκι πάει στην ποτα-
μιά – αχ! Καλέ παπί …».
Όμως να πω κατ’ αρχάς ότι το άλσος για μας
τα παιδιά της εποχής ήταν η ζούγκλα του Αμαζο-
νίου. Ο χώρος όπου μεγαλώσαμε, ανδρωθήκαμε
παίζοντας, μαλώνοντας, δέρνοντας ο ένας τον άλ-
λον, κυνηγώντας πουλιά, κάνοντας μπανιστήρι στα
ζευγαράκια, δίνοντας τα πρώτα μας ραντεβού με
κορίτσια – σχεδόν όλος ο κόσμος μας. Μέχρι και
τώρα ξέρω σχεδόν ένα ένα όλα του τα χιλιάδες πεύ-
κα και τα κλαδιά, κάθε καμπύλη του εδάφους, κά-
θε ζεύγος δέντρων που σχηματίζει φυσική εστία,
όπου παίζαμε ποδόσφαιρο δέκα ώρες την ημέρα,
αν δεν σπάγαμε τα κεφάλια μας με πετροπόλεμο
στα περίφημα Αποχωρητήρια, ένα μικρό κτίσμα
στο κάτω δεξιό μέρος του δάσους. Οι μισοί οχυ-
ρώνονταν μέσα στους καμπινέδες και στα τοιχία
με τις τσέπες γεμάτες πέτρες για να υπερασπι-
στούν τις χέστρες ηρωικά, και οι άλλοι μισοί απέ-
ξω ξεκινούσαν την πολιορκία πετώντας κοτρόνες,
αλλά μόνο με τα χέρια, οι σφεντόνες απαγορεύο-
νταν. Χαλασμός, επί ώρες, και τρώγαμε κι ένα επι-
πλέον βρωμόξυλο, ως πουρμπουάρ, απ’ τους γο-
νείς μας μόλις γυρίζαμε σπίτι να μπαντάρουμε τις
πληγές.
Στο αναπεπταμένο κέντρο του δάσους, όπου γι-
νόταν κυρίως και η Γιορτή του Κρασιού, υπήρχε
μια τσιμεντένια πισίνα, περίπου δεκαπέντε επί εφτά
μέτρα, με βατήρα, καμπυλωτή, σιδερένια σκάλα
καθόδου και το ένα μέρος πιο βαθύ, για βουτιές.
Διασωζόταν από την Κατοχή: την είχανε φτιάξει
οι Γερμανοί το
1941, τον πρώτο χρόνο που ήρθαν,
για να προπονούνται και να διασκεδάζουν οι αξιω-
ματικοί τους, οι οποίοι υπηρετούσαν λίγο παρακά-
τω, στην περιοχή του σταδίου του Άρεως, που τό-
τε ήταν όρχος οχημάτων των κατακτητών. Για
μας η πισίνα ήτανε θάλασσα, λίμνη και οτιδήποτε
φαντάζεσαι, εφόσον κρατούσε για καιρό τα νερά
της βροχής και μέσα εκεί παίζαμε για ώρες με κα-
ραβάκια που φτιάχναμε από τις φλούδες των πεύ-
κων ή με άδεια, ωοειδή, μεταλλικά κουτιά από τις
κονσέρβες «Flokos».
Το άλσος είχε έναν γέρο επαγγελματία φύλακα,
που δεν μας πολυάφηνε να πηγαίνουμε στην πισί-
να ή να πειράζουμε το ντεπόζιτο νερού, λίγο πα-
ραπάνω, να κάνουμε ζημιές στις εγκαταστάσεις
για τη Γιορτή του Κρασιού – μας κυνηγούσε με
ένα τουφέκι που έριχνε αλατόσφαιρες. Έτσι κι
έτρωγες αλατόσφαιρα στον κώλο ή στα πόδια, σε

έτσουζε για κάνα μήνα, δεν μπορούσες να καθίσεις
ούτε καν πάνω σε πούπουλα.
Τα βράδια της Γιορτής του Κρασιού το μεγα-
λύτερο μέρος του άλσους ήταν περιφραγμένο με
συρματόπλεγμα, εφόσον για να μπεις είχε εισιτή-
ριο· δέκα δραχμές, θυμάμαι, με το κρασί δωρεάν.
Όσο και να έπινες απ’ το φτηνό παλιόκρασο, μέ-
χρι σκασμού. Τα συρματοπλέγματα φυλάσσονταν
ανά εκατό μέτρα από άλλους, εποχικούς φύλακες.
Εμείς στέλναμε ένα παιδί σε κάποιο σημείο όπου,
δήθεν, προσπαθούσε να μπει λαθραία κι απασχο-
λούσε τον φύλακα, και σε άλλο σημείο, σκοτεινό,
κόβαμε το συρματόπλεγμα με πένσα, κρυφά μπαί-
ναμε σερνάμενοι και το ξανακλείναμε για να μη
φαίνεται. Τη δεύτερη, τρίτη μέρα, είχαμε βρει τα
σκοτεινά, ευάλωτα σημεία και ενώ κάναμε τον αντι-
περισπασμό, μπαίναμε αθέατοι, κάθε βράδυ, κα-
νονικά. Αν σε μάγκωνε ο φύλακας, γλίτωνες με δυο
τρία χαστούκια και καμιά κλοτσιά, που εκείνη την
εποχή ήταν συνηθισμένη πρακτική. Γενικώς εκεί-
να τα χρόνια έπεφτε πολύ ξύλο, νόμιμα, σ’ όλες τις
γειτονιές. Ήταν ένας άμεσος και καθαρός τρόπος
επικοινωνίας, πειθαρχίας, ορισμού ζωτικών χώ-
ρων και δημιουργίας ιεραρχιών. Αν δεν έτρωγες
και δεν έριχνες επαρκώς ξύλο, δεν ήσουν αποδε-
κτός ως αγόρι-άντρας από καμιά παρέα, σε θεω-
ρούσαν φλώρο, βουτυρόπαιδο. Η πρακτική αυτή
βέβαια ελάχιστη σχέση είχε με τη Μέθοδο Μοντε-
σόρι, αλλά πιο σαφή αποτελέσματα.
Θυμάμαι ότι στη γειτονιά μας φτιάχνονταν πα-
ρέες από τα πιο γερά, λαϊκά κορμιά, που φορού-
σαν στενά μπλουτζίν με μεταλλικούς τοκάδες και
πήγαιναν να πλακωθούν με ομάδες από άλλες γει-
τονιές, στη Χαριλάου ή στην Πυλαία, ή έρχονταν
σε μας παρέες από αλλού για να χτυπηθούνε μαζί
μας. Ξύλο με μπουνιές, με ζωστήρες, με σιδερό-
βεργες, με οτιδήποτε – απ’ τις δικές μας παρέες
δύο παιδιά χάσανε το ένα τους μάτι, ο ένας από
πρόκα σβούρας και ο άλλος από χτύπημα με μυ-
τερό καλάμι. Έτσι ορίζονταν οι επικράτειες, ανα-
δεικνύονταν οι αρχηγοί και οι δομές σε κάθε γει-
τονιά. Ξεκάθαρα πράματα. Αλλά μετά τα όρια πά-
λι αμφισβητούνταν και ξανάρχιζε το πάνω χέρι-κά-
τω χέρι, αενάως.
Ένας μυθικός νταής της γειτονιάς μας ήταν ο
Γιάννης ο Κ. Δούλευε στο τάνυσμα των σίδερων
σε κουλούρες για οικοδομές – ψηλός, λιγνός, με
ανάγλυφους μυς, και κυρίως τρελός, νευρικός, ατρό-
μητος. Και πανέμορφος, γελαστός, ξανθός-γαλα-
νός, με κάπως προτεταμένα δόντια. Ούτε δέκα
άντρες δεν τον έκαναν ζάφτι, έβγαζε από μέσα του
μιαν ακατανόητη, δυσανάλογη δύναμη. Βασίλεψε
πάνω από μια πενταετία· ώσπου κάποτε του τη
στήσανε, νύχτα, σε μια γωνιά και τον χτύπησαν

στο στόμα με σιδερένιο λοστάρι. Του τσάκισαν όλα
τα δόντια – έκανε μήνες στο νοσοκομείο και από
τότε αποσύρθηκε, για να τον διαδεχτεί ένας κο-
ντός, ο επονομαζόμενος Τσαλαπετεινός, ένα ταυ-
ρί που είχε ειδικότητα στο να δέρνει τους ψηλούς,
μέχρι λιποθυμίας. Πρώτα σου βαρούσε καλαμιά –
φορούσε παπούτσια με πεταλάκια μπροστά– και
μετά έσκυβε και σου ’ριχνε απανωτές πλάγιες
μπουνιές και άπερκατ σαν πιστόνι. Ραγδαίο ξύλο,
ανελλιπές. Προπονούνταν για παλαιστής στη
ΧΑΝΘ
και ύστερα το γύρισε στην πυγμαχία με προπονη-
τή τον άγαν διαβόητο μποξέρ-πρωταθλητή, τον
Θωμαΐδη, τον επιλεγόμενο Τρούμαν, και όσο και
να τον βαρούσες δεν καταλάβαινε Χριστό. Ήταν
ατρόμητος· είχε το δικό του σλόγκαν που επανα-
λάμβανε συχνά:
«Στ’ αρχίδια μας λουλούδια και γύρω γύρω μέ-
λισσες».
Μανιακός και με τα μοτοσακό, που τότε πια
ήταν στη μόδα. Είχε μια «Φλορέττα», που την πεί-
ραξε, την έκανε αγωνιστική κι έτρεχε σε αγώνες
μότοκρος στο Τρύπιο το Βουνό, μια περιοχή δίπλα
και κάτω απ’ το δάσος της Νέας Ελβετίας.
Μια μέρα, Ιούλιος, καθόμασταν με κάτι παιδιά
μπροστά στο σπίτι μου, Ηρακλέους, και σ’ εκείνο
το σημείο ο χωματόδρομος είχε ένα φρέσκο σκά-
ψιμο, κάθετα, πέρα για πέρα – δεν θυμάμαι τι

έφτιαχναν. Κι εμφανίζεται στην άκρη, στην αρχή
του δρόμου, ο Τσαλαπετεινός με τη «Φλορέττα».
Σταματάει, μαρσάρει, ξεκινάει με μπαντιές κι έρ-
χεται με χίλια προς εμάς, για να μας κάνει φιγού-
ρα. Στο μεταξύ, ο μικρός του ο αδερφός, η Κου-
ράδα, είχε λύσει το μηχανάκι για να το γρασάρει,
αλλά ξαναδένοντάς το ξέχασε να σφίξει τα μπου-
λόνια στα πιρούνια. Και με το που βρίσκει η μπρο-
στινή ρόδα στη λακκούβα, σηκώνει αυτός τη μηχα-
νή για σούζα, φεύγει ο τροχός, πέφτει, καρφώνε-
ται το μοτοσακό με τα πιρούνια στο χώμα, εκσφεν-
δονίζεται ο Τσαλαπετεινός με πλονζόν πετώντας
καμιά εικοσαριά μέτρα κι αρχίζει και σέρνεται κου-
τρουβαλίζοντας στο χώμα, ενώ η μηχανή με κω-
λοτούμπες φεύγει αριστερά, στρίβει και πάει και
μπαίνει σ’ ένα μικρό μαγαζί-λούνα παρκ, της «Βιρ-
γινίας», που ήταν γεμάτο με ποδοσφαιράκια και
πουλούσε και κάποια γλυκά, κανταΐφι, τουλούμπες
και ραβανί. Ο Τσαλαπετεινός σηκώνεται σαν να
μην έγινε τίποτε, τινάζεται και μας λέει ψύχραιμα,
ενώ εμείς τρέμαμε νομίζοντας πως έχει σκοτωθεί:
«Άντε, ρε, ελάτε, πάμε να βγάλουμε τη μηχα-
νή απ’ της “Βιργινίας”, να παίξουμε και κάνα πο-
δοσφαιράκι».
Και ξεφυσώντας συμπληρώνει:
«Να φάμε και καμιά τουλούμπα με κανέλα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου