Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953): 19 στάσεις

 


Κόβοντας εισιτήριο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ είναι μια ελλειπτικη βιογραφο-μυθολογία. 

Παίρνω (υποτίθεται) το λεωφορείο Χαριλάου-Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός (νούμερο «10») της Θεσσαλονίκης και
γράφω από κάθε στάση τι θυμάμαι, ξεκινώντας
απ’ την αφετηρία ως το Τέρμα. Όσο θυμάμαι ακό-
μα, πριν προκύψει κανένα «silver alert» ή πριν μου
κάνει ο Θεός την αναπάντητη.
Οι «στάσεις» είναι δημοσιευμένες σε μια περίο-
δο τριών χρόνων περίπου. Ξεκίνησα να τις γράφω
μία μία σε συνέχειες για το εξαιρετικό περιοδικό
μικροϊστορίας της Θεσσαλονίκης, το
Θεσσαλονι-
κέων Πόλις
.
Η διαδρομή αυτή διατρυπά την πόλη πέρα πέ-
ρα (διαμπάξ, που λέμε) από την πάνω πλευρά, σε
σχέση με τη θάλασσα. Οι στάσεις είναι δεκαεννιά.
Ήταν τουλάχιστον, ενόσω χρησιμοποιούσα αστι-
κό, από νήπιο μέχρι και περίπου τριάντα χρονών,

οπότε πήρα μια δική μου σακαράκα, ένα μεταχει-
ρισμένο «Φολκς Βάγκεν»-κατσαρίδα, μαύρο. Πρό-
κειται για μια διαδρομή-αναδρομή εμπειριών, φα-
ντασιώσεων και επινοήσεων. Ίσως μερικά γεγο-
νότα που λέω ότι συνέβησαν σε μένα να τα έζησαν
άλλοι και ασυναίσθητα (ή όχι) να έχω οικειοποιη-
θεί τη μνήμη τους ή μέρος της, συν την αλλοιωμέ-
νη δική μου. Ή να είναι κάτι ενδιάμεσο: συμβάν
και επινόηση μαζί, ή ερμηνεία και διαστροφή του
συμβάντος. Μήπως είμαι ψευδομάρτυρας του εαυ-
τού μου; Δεν ξέρω – σε κάποιο βαθμό σίγουρα.
Ποτέ δύο άτομα που έζησαν το ίδιο γεγονός, δεν
το θυμούνται με τον ίδιο τρόπο· αλλά ίσως και να
υπάρχουν κοινοί τόποι, κάποιος σπινθηρισμός, κά-
τι διασταυρούμενο στις δύο αφηγήσεις, που κι αυ-
τές αλλάζουν μέσα στον χρόνο. Η πόλη στο κείμε-
νο, η Θεσσαλονίκη, δεν υφίσταται παρά ως λειψή,
διαθλώμενη, υποκειμενική πρόσληψη, αποσπασμα-
τική. Δεν κοπαδιάζουν οι λαγοί, απλώς εδώ συ-
νημμένως ψάλλονται. Και δεν αναζητώ κανέναν
ρεαλισμό, παρά αντανακλάσεις, σπασμένες σκη-
νές, ίσως αναξιόπιστες, συνδυασμένα θρύψαλα κι
απρόβλεπτες συνάφειες – είμαι η σκιά του τρίπο-
δα και του φωτογράφου μέσα στη φωτογραφία,
λόγω του ότι το φως μάς χτυπάει από πίσω. Ση-
μασία, τελικά, έχει μόνο το ίδιο το κείμενο, καθε-
αυτό, που απομένει ως μόνη πραγματικότητα ενυ-

πάρχοντας εντός του εαυτού του· αν και αυτό, επί-
σης, είναι αμφίβολο, διότι τι ακριβώς θα πει «πραγ-
ματικότητα»; Τι μπορούμε να επαληθεύσουμε σε
σχέση με το λεγόμενο υπάρχον ή με αυτό που όντως
υπήρξε και με ποια κριτήρια; Τι θυμούνται τα γά-
ντια του τερματοφύλακα;
Άρα: Το δρομολόγιο αυτό είναι μια πρόσθεση
από αφαιρέσεις. Μέσα του ενυπάρχω κι εγώ ως
μια ρευστή έλλειψη και συνεπιβάτης του διαφεύ-
γοντος εαυτού μου.
Αυτο-συνοδευόμενος. Και για να το ξεκαθαρί-
σω: Αν ήμουν τετράποδος, οι λέξεις μου θα έπρε-
πε να λογαριαστούν ως ίχνη μιας πέμπτης οπλής.

Μόλις βλέπω, πλέον, τέτοιο όχημα, με πιά νει αποστροφή, σαν να πρόκειται να μπω  σε λεωφορείο πολλά χρόνια –-
στην κλούβα ή σε ψυγείο μεταφοράς κρεάτων. Κι
αυτό γιατί ως τα τριάντα μου κυκλοφορούσα μόνο
με λεωφορείο ή με τα πόδια. Πρέπει να ’χω κάνει
τόσα δρομολόγια όσα σχεδόν κι ένας οδηγός που
πήρε σύνταξη απ’ τον
ΟΑΣΘ. Όμως τότε περπα-
τούσαμε και πολύ, χαλούσαμε ένα ζευγάρι παπού-
τσια τον χρόνο· μην κοιτάς τώρα που ένα ζεύγος
μάς πάει μια πενταετία και το πετάμε όχι επειδή
χάλασε αλλά από βαρεμάρα, να βάλουμε κάτι και-
νούργιο, κανένα «Adidas» με αερόσολα ή τίποτα
«Hush Puppies», που αναπνέει και το πόδι.
Μεγάλωσα στην περιοχή Χαριλάου, στη φτω-
χοσυνοικία ακριβώς κάτω από το άλσος της Νέας
Ελβετίας, στην οδό Νέα Ηρακλέους
47, σε μια μο-
νοκατοικία τεσσάρων δωματίων με ελάχιστη αυλή.

Και δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το δα-
σάκι πεύκων με τη Ζιρίχη ή τη Λοζάνη και το ονό-
μασαν Νέα Ελβετία – ίσως την ίδια που έχει στη
Χαλκιδική η Σίβηρη με τη Σιβηρία.
Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι και
η απόσταση απ’ το σπίτι ως την αφετηρία των λεω-
φορείων Χαριλάου, στην προέκταση της οδού
Νέας Ηρακλέους, ήτανε γύρω στο χιλιόμετρο. Ξε-
ποδάριασμα. Οπότε, όλο τον χειμώνα και κάθε χει-
μώνα επί τριάντα χρόνια, για να πάρουμε το λεω-
φορείο περπατούσαμε χίλια μέτρα λάσπης κι άλ-
λα τόσα στην επιστροφή. Θυμάμαι ότι η λασπου-
ριά ή η σκόνη δεν έλειπε σχεδόν ποτέ και όταν ήταν
να πάμε σε καμιά σοβαρή δουλειά ή σε τίποτα βα-
φτίσια και γάμους, τυλίγαμε τα παπούτσια μας με
σακούλες νάιλον, που τις βγάζαμε και τις πετού-
σαμε φτάνοντας στο λεωφορείο, ενώ κρατούσαμε
στην τσέπη κι άλλες δυο για την επιστροφή. Αλ-
λιώς τα πατούμενα γίνονταν ασήκωτα τσαρούχια
τον χειμώνα, βαριά αρβύλια, σαν λασπο-παγοπέ-
διλα, και δεν ήταν για κόσμο.
Και το λεωφορείο αυτό τόσα χρόνια το είχα σι-
χαθεί – αν κι είναι συνδεδεμένο με όλη μου τη νεό-
τητα, την εφηβεία και μετά, δηλαδή με όλη την
ταλαιπωρία. Δικό μου αυτοκίνητο, ένα μεταχειρι-
σμένο «Φολκς Βάγκεν»-κατσαρίδα, απόκτησα μό-
νο στα τριάντα μου. Μέχρι τότε μου είχαν φάει τα

νιάτα οι χειρολαβές και οι άβολες θέσεις της γραμ-
μής Χαριλάου-Ν. Σ. Σταθμός, δηλαδή τα λεωφο-
ρεία με το νούμερο «
10»· εξαιτίας τους αρνιόμου-
να να διαβάσω και το ομώνυμο μυθιστόρημα του
Μ. Καραγάτση, που το ανέγνωσα τώρα τελευταία
και μετά λύθηκαν τα μάγια κι είπα να ξαναπάρω,
έτσι, για λόγους μνήμης, μια φορά το «Δεκάρι».
Άφησα, λοιπόν, το
ΙΧ κοντά στην αφετηρία,
αγόρασα δύο εισιτήρια από το περίπτερο και μπή-
κα στο λεωφορείο από τη νέα αφετηρία, που τώρα
είναι λίγο πιο πάνω απ’ το Παλιό Τέρμα, εκατόν
τόσα μέτρα πέρα από την κάτω πύλη του άλσους
της Νέας Ελβετίας, δίπλα σε ένα διευθετημένο, κυ-
κλικό παρκάκι με γρασίδι. Κάθισα σε μια θέση
μπροστά, ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ως συνο-
δηγός σχεδόν, ώστε να έχω από τα πλατιά τζάμια
της μούρης του οχήματος δορυφορική λήψη, ζουμ
πανοραμίκ, στον δρόμο και στα ένθεν κακείθεν πε-
ζοδρόμια. Ένιωθα κάποια ταραχή, αλλά και συ-
γκίνηση – με πλημμύρισαν απρόσμενα τόσες μνή-
μες, που δεν προλάβαινα να τις συνειδητοποιήσω.
Ένας κόσμος ολόκληρος, βυθισμένος στα άφεγγα
μέρη του εαυτού μου, απωθημένος, ξεγραμμένος,
αφημένος να πλέει λαθραία, πειρατικά, κάπου μέ-
σα μου, σε όρια ρευστά, θολά και μακρινά. Και
ξαφνικά, στην πρώτη στάση, στο μυθικό γήπεδο
του Άρεως, σκέφτηκα να γράψω, στάση στάση,

για τα πρώτα εκείνα τριάντα χρόνια. Από κάθε
στάση κι από κάθε περιοχή, ως κάτω στο Τέρμα,
στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, κουβαλώ άπει-
ρες ιστορίες και φαντασιώσεις διαφόρων εποχών
από το
1960, και λίγο πριν, ως το 1990, και λίγο με-
τά, που διασταυρώνονται με πλευρές της ιστορίας
της πόλης, και των ανθρώπων της, σε πολλαπλές
εκδοχές. Μιζέρια και μεγαλείο. Μ’ έναν ολόκληρο
κόσμο που έχει τις ίδιες ή σχετικές μνήμες και οι
οποίες θα χαθούν στη σύγχυση του χρόνου, την
απώλεια και τη λήθη. Θα βουλιάξουμε στα μπα-
μπάκια των ημερών σαν παλιό, μισοάδειο μεταμε-
σονύχτιο δρομολόγιο, και δεν θα το θυμάται πια
κανείς. Θα τα γράψω, λοιπόν, όλα αυτά, σαν στιγ-
μιαίες αντανακλάσεις από τη ζωή της πόλης στα
πλατιά τζάμια του λεωφορείου, σαν κλεφτές μα-
τιές, εν κινήσει, στα καθρεφτάκια του οδηγού, ει-
κόνες-επιβάτες που μπαινοβγαίνουν, διασταυρώ-
σεις, αγγίγματα, θραύσματα ενός κόσμου που πα-
ρήλθε και είναι ακόμα εδώ. Θα τα γράψω ως ει-
σπράκτωρ κι ελεγκτής στις ασυνάρτητες φραγές
της μνήμης.
Ξεκινώ απ’ την αφετηρία: Ακριβώς κάτω από
το Παλιό Τέρμα βρισκόταν η «Μάντρα» του Στα-
ματόπουλου, όπου πρωτόπαιξε ο Τσιτσάνης περί
το
1938. Λίγο πιο πάνω είναι η είσοδος του άλσους
της Ελβετίας, όπου κάθε χρόνο γινότανε, ως τη δε-

καετία του ’80, η ετήσια Γιορτή του Κρασιού, με
δωρεάν οίνο, καθημερινό γλέντι, λαϊκούς τραγου-
διστές και βέβαια με τη Νίτσα Τσίτρα και τον Κου-
φογιάγκο, που διέπρεπαν στο δημώδες – ακόμα
μέσα μου ακούω καθαρά το κλαρίνο και τη φωνή
της έξοχης Τσίτρα: «Το παπάκι πάει στην ποτα-
μιά – αχ! Καλέ παπί …».
Όμως να πω κατ’ αρχάς ότι το άλσος για μας
τα παιδιά της εποχής ήταν η ζούγκλα του Αμαζο-
νίου. Ο χώρος όπου μεγαλώσαμε, ανδρωθήκαμε
παίζοντας, μαλώνοντας, δέρνοντας ο ένας τον άλ-
λον, κυνηγώντας πουλιά, κάνοντας μπανιστήρι στα
ζευγαράκια, δίνοντας τα πρώτα μας ραντεβού με
κορίτσια – σχεδόν όλος ο κόσμος μας. Μέχρι και
τώρα ξέρω σχεδόν ένα ένα όλα του τα χιλιάδες πεύ-
κα και τα κλαδιά, κάθε καμπύλη του εδάφους, κά-
θε ζεύγος δέντρων που σχηματίζει φυσική εστία,
όπου παίζαμε ποδόσφαιρο δέκα ώρες την ημέρα,
αν δεν σπάγαμε τα κεφάλια μας με πετροπόλεμο
στα περίφημα Αποχωρητήρια, ένα μικρό κτίσμα
στο κάτω δεξιό μέρος του δάσους. Οι μισοί οχυ-
ρώνονταν μέσα στους καμπινέδες και στα τοιχία
με τις τσέπες γεμάτες πέτρες για να υπερασπι-
στούν τις χέστρες ηρωικά, και οι άλλοι μισοί απέ-
ξω ξεκινούσαν την πολιορκία πετώντας κοτρόνες,
αλλά μόνο με τα χέρια, οι σφεντόνες απαγορεύο-
νταν. Χαλασμός, επί ώρες, και τρώγαμε κι ένα επι-
πλέον βρωμόξυλο, ως πουρμπουάρ, απ’ τους γο-
νείς μας μόλις γυρίζαμε σπίτι να μπαντάρουμε τις
πληγές.
Στο αναπεπταμένο κέντρο του δάσους, όπου γι-
νόταν κυρίως και η Γιορτή του Κρασιού, υπήρχε
μια τσιμεντένια πισίνα, περίπου δεκαπέντε επί εφτά
μέτρα, με βατήρα, καμπυλωτή, σιδερένια σκάλα
καθόδου και το ένα μέρος πιο βαθύ, για βουτιές.
Διασωζόταν από την Κατοχή: την είχανε φτιάξει
οι Γερμανοί το
1941, τον πρώτο χρόνο που ήρθαν,
για να προπονούνται και να διασκεδάζουν οι αξιω-
ματικοί τους, οι οποίοι υπηρετούσαν λίγο παρακά-
τω, στην περιοχή του σταδίου του Άρεως, που τό-
τε ήταν όρχος οχημάτων των κατακτητών. Για
μας η πισίνα ήτανε θάλασσα, λίμνη και οτιδήποτε
φαντάζεσαι, εφόσον κρατούσε για καιρό τα νερά
της βροχής και μέσα εκεί παίζαμε για ώρες με κα-
ραβάκια που φτιάχναμε από τις φλούδες των πεύ-
κων ή με άδεια, ωοειδή, μεταλλικά κουτιά από τις
κονσέρβες «Flokos».
Το άλσος είχε έναν γέρο επαγγελματία φύλακα,
που δεν μας πολυάφηνε να πηγαίνουμε στην πισί-
να ή να πειράζουμε το ντεπόζιτο νερού, λίγο πα-
ραπάνω, να κάνουμε ζημιές στις εγκαταστάσεις
για τη Γιορτή του Κρασιού – μας κυνηγούσε με
ένα τουφέκι που έριχνε αλατόσφαιρες. Έτσι κι
έτρωγες αλατόσφαιρα στον κώλο ή στα πόδια, σε

έτσουζε για κάνα μήνα, δεν μπορούσες να καθίσεις
ούτε καν πάνω σε πούπουλα.
Τα βράδια της Γιορτής του Κρασιού το μεγα-
λύτερο μέρος του άλσους ήταν περιφραγμένο με
συρματόπλεγμα, εφόσον για να μπεις είχε εισιτή-
ριο· δέκα δραχμές, θυμάμαι, με το κρασί δωρεάν.
Όσο και να έπινες απ’ το φτηνό παλιόκρασο, μέ-
χρι σκασμού. Τα συρματοπλέγματα φυλάσσονταν
ανά εκατό μέτρα από άλλους, εποχικούς φύλακες.
Εμείς στέλναμε ένα παιδί σε κάποιο σημείο όπου,
δήθεν, προσπαθούσε να μπει λαθραία κι απασχο-
λούσε τον φύλακα, και σε άλλο σημείο, σκοτεινό,
κόβαμε το συρματόπλεγμα με πένσα, κρυφά μπαί-
ναμε σερνάμενοι και το ξανακλείναμε για να μη
φαίνεται. Τη δεύτερη, τρίτη μέρα, είχαμε βρει τα
σκοτεινά, ευάλωτα σημεία και ενώ κάναμε τον αντι-
περισπασμό, μπαίναμε αθέατοι, κάθε βράδυ, κα-
νονικά. Αν σε μάγκωνε ο φύλακας, γλίτωνες με δυο
τρία χαστούκια και καμιά κλοτσιά, που εκείνη την
εποχή ήταν συνηθισμένη πρακτική. Γενικώς εκεί-
να τα χρόνια έπεφτε πολύ ξύλο, νόμιμα, σ’ όλες τις
γειτονιές. Ήταν ένας άμεσος και καθαρός τρόπος
επικοινωνίας, πειθαρχίας, ορισμού ζωτικών χώ-
ρων και δημιουργίας ιεραρχιών. Αν δεν έτρωγες
και δεν έριχνες επαρκώς ξύλο, δεν ήσουν αποδε-
κτός ως αγόρι-άντρας από καμιά παρέα, σε θεω-
ρούσαν φλώρο, βουτυρόπαιδο. Η πρακτική αυτή
βέβαια ελάχιστη σχέση είχε με τη Μέθοδο Μοντε-
σόρι, αλλά πιο σαφή αποτελέσματα.
Θυμάμαι ότι στη γειτονιά μας φτιάχνονταν πα-
ρέες από τα πιο γερά, λαϊκά κορμιά, που φορού-
σαν στενά μπλουτζίν με μεταλλικούς τοκάδες και
πήγαιναν να πλακωθούν με ομάδες από άλλες γει-
τονιές, στη Χαριλάου ή στην Πυλαία, ή έρχονταν
σε μας παρέες από αλλού για να χτυπηθούνε μαζί
μας. Ξύλο με μπουνιές, με ζωστήρες, με σιδερό-
βεργες, με οτιδήποτε – απ’ τις δικές μας παρέες
δύο παιδιά χάσανε το ένα τους μάτι, ο ένας από
πρόκα σβούρας και ο άλλος από χτύπημα με μυ-
τερό καλάμι. Έτσι ορίζονταν οι επικράτειες, ανα-
δεικνύονταν οι αρχηγοί και οι δομές σε κάθε γει-
τονιά. Ξεκάθαρα πράματα. Αλλά μετά τα όρια πά-
λι αμφισβητούνταν και ξανάρχιζε το πάνω χέρι-κά-
τω χέρι, αενάως.
Ένας μυθικός νταής της γειτονιάς μας ήταν ο
Γιάννης ο Κ. Δούλευε στο τάνυσμα των σίδερων
σε κουλούρες για οικοδομές – ψηλός, λιγνός, με
ανάγλυφους μυς, και κυρίως τρελός, νευρικός, ατρό-
μητος. Και πανέμορφος, γελαστός, ξανθός-γαλα-
νός, με κάπως προτεταμένα δόντια. Ούτε δέκα
άντρες δεν τον έκαναν ζάφτι, έβγαζε από μέσα του
μιαν ακατανόητη, δυσανάλογη δύναμη. Βασίλεψε
πάνω από μια πενταετία· ώσπου κάποτε του τη
στήσανε, νύχτα, σε μια γωνιά και τον χτύπησαν

στο στόμα με σιδερένιο λοστάρι. Του τσάκισαν όλα
τα δόντια – έκανε μήνες στο νοσοκομείο και από
τότε αποσύρθηκε, για να τον διαδεχτεί ένας κο-
ντός, ο επονομαζόμενος Τσαλαπετεινός, ένα ταυ-
ρί που είχε ειδικότητα στο να δέρνει τους ψηλούς,
μέχρι λιποθυμίας. Πρώτα σου βαρούσε καλαμιά –
φορούσε παπούτσια με πεταλάκια μπροστά– και
μετά έσκυβε και σου ’ριχνε απανωτές πλάγιες
μπουνιές και άπερκατ σαν πιστόνι. Ραγδαίο ξύλο,
ανελλιπές. Προπονούνταν για παλαιστής στη
ΧΑΝΘ
και ύστερα το γύρισε στην πυγμαχία με προπονη-
τή τον άγαν διαβόητο μποξέρ-πρωταθλητή, τον
Θωμαΐδη, τον επιλεγόμενο Τρούμαν, και όσο και
να τον βαρούσες δεν καταλάβαινε Χριστό. Ήταν
ατρόμητος· είχε το δικό του σλόγκαν που επανα-
λάμβανε συχνά:
«Στ’ αρχίδια μας λουλούδια και γύρω γύρω μέ-
λισσες».
Μανιακός και με τα μοτοσακό, που τότε πια
ήταν στη μόδα. Είχε μια «Φλορέττα», που την πεί-
ραξε, την έκανε αγωνιστική κι έτρεχε σε αγώνες
μότοκρος στο Τρύπιο το Βουνό, μια περιοχή δίπλα
και κάτω απ’ το δάσος της Νέας Ελβετίας.
Μια μέρα, Ιούλιος, καθόμασταν με κάτι παιδιά
μπροστά στο σπίτι μου, Ηρακλέους, και σ’ εκείνο
το σημείο ο χωματόδρομος είχε ένα φρέσκο σκά-
ψιμο, κάθετα, πέρα για πέρα – δεν θυμάμαι τι

έφτιαχναν. Κι εμφανίζεται στην άκρη, στην αρχή
του δρόμου, ο Τσαλαπετεινός με τη «Φλορέττα».
Σταματάει, μαρσάρει, ξεκινάει με μπαντιές κι έρ-
χεται με χίλια προς εμάς, για να μας κάνει φιγού-
ρα. Στο μεταξύ, ο μικρός του ο αδερφός, η Κου-
ράδα, είχε λύσει το μηχανάκι για να το γρασάρει,
αλλά ξαναδένοντάς το ξέχασε να σφίξει τα μπου-
λόνια στα πιρούνια. Και με το που βρίσκει η μπρο-
στινή ρόδα στη λακκούβα, σηκώνει αυτός τη μηχα-
νή για σούζα, φεύγει ο τροχός, πέφτει, καρφώνε-
ται το μοτοσακό με τα πιρούνια στο χώμα, εκσφεν-
δονίζεται ο Τσαλαπετεινός με πλονζόν πετώντας
καμιά εικοσαριά μέτρα κι αρχίζει και σέρνεται κου-
τρουβαλίζοντας στο χώμα, ενώ η μηχανή με κω-
λοτούμπες φεύγει αριστερά, στρίβει και πάει και
μπαίνει σ’ ένα μικρό μαγαζί-λούνα παρκ, της «Βιρ-
γινίας», που ήταν γεμάτο με ποδοσφαιράκια και
πουλούσε και κάποια γλυκά, κανταΐφι, τουλούμπες
και ραβανί. Ο Τσαλαπετεινός σηκώνεται σαν να
μην έγινε τίποτε, τινάζεται και μας λέει ψύχραιμα,
ενώ εμείς τρέμαμε νομίζοντας πως έχει σκοτωθεί:
«Άντε, ρε, ελάτε, πάμε να βγάλουμε τη μηχα-
νή απ’ της “Βιργινίας”, να παίξουμε και κάνα πο-
δοσφαιράκι».
Και ξεφυσώντας συμπληρώνει:
«Να φάμε και καμιά τουλούμπα με κανέλα»

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982): «Θυμός, το πιο παλιό συναίσθημα»

 



 Το 1937 ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βαρλάμ Σαλάμοφ συλλαμβάνεται για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση και κατηγορείται σαν «εχθρός του λαού» (από τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς της σταλινικής περιόδου). Στέλνεται με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων στην Κολυμά, στις εσχατιές του Αρκτικού Βορρά. Η κυβέρνηση θέλει να εξορύξει τον χρυσό πάση θυσία αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές – στη ζοφερότερη περίοδο θα βρεθούν εκεί 800.000-900.000 κρατούμενοι.

Ο Σαλάμοφ θα μείνει τελικά στην Κολυμά για δεκαεπτά χρόνια. Η τυπική απελευθέρωσή του έρχεται το 1951, αλλά θα βγει από εκεί μόνο με τη γενική αμνηστία τον Νοέμβριο του 1953. Οι 145 «Ιστορίες από την Κολυμά» (εκδ. Αγρα, 2023, μτφ. Ελένη Μπακοπούλου) ανήκουν πλέον στα αριστουργήματα του 20ου αιώνα μεταφέροντας εικόνα από την επίγεια κόλαση που οργάνωσε κάποτε ο ολοκληρωτισμός.

 Αυτό που ανακάλυψε στα στρατόπεδα ο Σαλάμοφ ήταν ο άνθρωπος χωρίς άλλες ιδιότητες ή προσδοκίες. Ο κρατούμενος που σκοτώνει για να φάει. Ο βίαιος δεσμώτης που θεωρείται πιο «σοφός» από έναν καθηγητή, επειδή έχει με το μέρος του τη δύναμη. Ο φυλακισμένος που ζηλεύει τους άλλους επειδή βρήκαν μια μικροδουλειά μέσα στο στρατόπεδο:

«Ολα τα ανθρώπινα συναισθήματα –η αγάπη, η φιλία, η ζήλια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα– μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας. Σε αυτή την ασήμαντη μυϊκή στοιβάδα που παρέμενε ακόμα πάνω στα κόκαλά μας, που μας έδινε ακόμα τη δυνατότητα να τρώμε, να κινούμαστε και να αναπνέουμε, ακόμα και να πριονίζουμε κορμούς δέντρων και να γεμίζουμε με το φτυάρι τα καρότσια με χώμα και πέτρες, και μάλιστα να σπρώχνουμε τα καρότσια πάνω σε ένα ατελείωτο ξύλινο μονοπάτι μέσα στα ορυχεία του χρυσού (…), σε αυτή, λοιπόν, τη μυϊκή στοιβάδα είχε θέση μόνο ο θυμός, το πιο παλιό ανθρώπινο συναίσθημα».

Πηγή: Protagon.gr


Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Αντώνης Σαμαράκης:

 




 Η μάνα (απόσπασμα)

      

      Όχι, δεν άντεχε να περάσει τη νύχτα δίχως τον Γιάννη της. Όλη της η ελπίδα τώρα, η μοναδική που είχε ελπίδα, ήτανε να τον ανταμώσει εκεί στο νεκροτομείο. Αν ήτανε τυχερή να τον ανταμώσει, να τον σφίξει πάνω της, να τον διπλώσει στην αγκαλιά της, να τον ζεστάνει, έτσι σαν και τη γυναίκα του εργάτη.
      Όταν της είπανε πως ίσως και τον είχανε πάει εκεί, η καρδιά της λαχτάρησε. Α, και να είχε γίνει τούτο το θαύμα, νάχει ξεφύγει ο Γιάννης της από τα βάθη της κρύας γης! Να μην τον καταπιεί η γης, ολομόναχο, άκλαυτο, αχτένιστο, αμύριστο. Να τον ανταμώσει εκεί, να τον πάρει στο σπίτι, να τον πλύνει, να τον αλλάξει, να του βάλει τα καλά του, τα Κυριακάτια, το γκριζοπράσινο καρρώ σακάκι και το παντελόνι που το είχε φρεσκοσιδερώσει, με την τσάκιση που πρώτη φορά την είχε πετύχει στην εντέλεια – όσο για το κάψιμο, ήξερε πως να το μαντάρει, να το τακτοποιήσει μια χαρά, να μη φαίνεται τίποτα. Και ύστερα να τον πάει η ίδια τον Γιάννη της, αύριο, Κυριακή απόγεμα, ντυμένο τα Κυριακάτικά του, σαν και τότε που ήτανε μικρούλης και τον πηγαίνανε κάθε Κυριακή απόγεμα περίπατο. Και τώρα θα τον πήγαινε περίπατο, τούτη όμως τη φορά θα γύριζε μόνη στο σπιτάκι της. Κυριακή αύριο, κατά το σούρουπο, μόνη, ολομόναχη, και για αύριο και για μεθαύριο ολομόναχη και για πάντα.

       Η πρώτη περίπτωση δεν ήτανε για τον Γιάννη της – ο Γιάννης της δεν ήτανε ανάμεσα στους οχτώ το όλον που είχανε γλιτώσει. Τους είχανε καταγράχψει και τους οχτώ, ο ενωμοτάρχης είχε τον κατάλογο και της τον διάβασε, ένα- ένα όνομα ξεχωριστά, και με τρόπο σα να έκανε προσκλητήριο. Η βάρδια είχε άλλους δέκα. Σύνολο: δεκαοχτώ. Από τους δέκα που δεν είχανε γλιτώσει, οι τέσσερις ήτανε κιόλας εκεί, στο νεκροτομείο. Οι υπόλοιποι έξι στο βάθος της στοάς, κουβαριασμένοι στα σπλάχνα της γης σαν έμβρυα δίχως ζωή και δίχως αύριο.
       - Ο γιος σου οπωσδήποτε δεν είναι ανάμεσα στους ζωντανούς. Είναι ανάμεσα στους... ανάμεσα στους άλλους. Τράβα να ψάξεις μην είναι από τους τέσσερις στο νεκροτομείο. Τους πήρανε, βλέπεις, στα γρήγορα και δεν πρόφτασα να τους γράψω στη λίστα. Αν δεν είναι ανάμεσα στους τέσσερις, ε, πάει να πει πως είναι ανάμεσα στους έξι που απόμειναν στο βάθος, έτσι που τους έθαψε η στοά που βούλιαξε. Να δούμε σε πόσες μέρες θα μπορέσουμε να τους βγάλουμε πάνω. Σε τρεις; Σε πέντε; Σε δέκα; Ή και ποτέ.
       - Της Καλογρέζας; της είπε ο ένας από τους δύο φύλακες του νεκροτομείου, ο πιο ψηλός, που είχε ένα μικρό τρανζίστορ κι έψαχνε να βρει σταθμό. Να, εκεί τους έχουμε. Δεύτερος διάδρομος δεξιά, πρώτη πόρτα αριστερά.

[...]


      Το δωμάτιο, άχαρο. Και το φως, ένα κίτρινο. Κακό κίτρινο.
Προχώρησε. Από ποιόν ν'αρχίσει πρώτα; Στάθηκε, λες και ήταν να τραβήξει κλήρο. Τέλος πήγε σ'εκείνον κολλητά στον τοίχο.
      Όχι, ο πρώτος δεν ήτανε ο Γιάννης της. Σιγά σιγά, σα να ντρεπότανε, έσυρε το σεντόνι, ξεσκέπασε το κεφάλι. Δε χρειάστηκε να δει το πρόσωπο, είδε τα μαλλιά. Ξανθά. Κατάξανθα. Ο Γιάννης της ήτανε μελαχρινός.
      Όχι, ο δεύτερος δεν ήτανε ο Γιάννης της. Είχε μουστάκι αυτός ο δεύτερος. Ο Γιάννης της δεν είχε.
      Ο τρίτος; Παραλίγο νάναι ο Γιάννης της, το πρόσωπο παραμορφωμένο, ούτε ναι μπορούσε να πει ούτε όχι. Το σώμα στα μέτρα του Γιάννη της. Άφησε το πρόσωπο και πήγε στα πόδια. Παραμέρισε το σεντόνι, έπιασε τ' αριστερό – όλοι τους είχανε τα ίδια άρβυλα. Τράβηξε με δύναμη το παπούτσι, δεν έβγαινε. Έβαλε όλη της τη δύναμη, επιτέλους το ξεκόλλησε. Πήγε να πέσει τ'ανάσκελα καθώς το τράβηξε με τόση δύναμη. Ύστερα έβγαλε την κάλτσα. Όχι, όχι ο Γιάννης της. Ο Γιάννης της είχε το μεσαίο δάχτυλο κομμένο, ένα βαρελότο του το είχε κόψει, ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονώ, Μέγα Σάββατο, στην Ανάσταση.
      Όσο για τον τέταρτο, δε χρειάστηκε να ψάξει πολλή ώρα: είχε κι ο τέταρτος μουστάκι.
      Ύστερα ένιωσε τα γόνατά της να λυγάνε, δεν είχε καρέκλα το δωμάτιο. Ανέβηκε με κόπο στο τραπέζι του τέταρτου, κάθισε πλάι στα πόδια του. Ό,τι είχε βολευτεί εκεί πάνω και πρόσεξε το πόδι του τρίτου, που του είχε μόλις βγάλει το παπούτσι και την κάλτσα, το είχε αφήσει γυμνό.
      - Θα κρυώνει! Συλλογίστηκε.
      Γλίστρησε από το τραπέζι και πήγε και του ξαναφόρεσε κάλτσα και παπούτσι, του συγύρισε και το σεντόνι όμορφα- όμορφα.
      Άκουσε να χτυπάει ένα ρολόι – εκκλησίας; Μέτρησε τους χτύπους, από το 1 έφτασε στο 2, στο 3, στο 10, στο 11, στο 12...
      - Μεσάνυχτα, σκέφτηκε, αλλά την ίδια στιγμή, μέτρησε και 13.
      - Δεν το ήξερα πως φτάνει ως το 13 το ρολόι, είπε δυνατά τώρα. Από πότε άλλαξε το σύστημα; Ε, τόσα και τόσα αλλάζουνε κάθε μέρα στην Ελλαδίτσα μας!
      Φταρνίστηκε και είπε:
      - Με το συμπάθειο !
      Έτσι συνήθιζε να λέει σαν τύχαινε να φταρνιστεί μπροστά στε κόσμο. Και τώρα είχε κόσμο εκεί στο δωμάτιο, είχε τους τέσσερις εργάτες που είχανε γείρει πάνω σ'εκείνα τα μακρόστενα τραπέζια. Δεν ήτανε άλλοι, ξένοι νεκροί, στο δωμάτιο. Οι τέσσερις μόνο της Καλογρέζας.
Ο Γιάννης της, όχι, δεν ήτανε ανάμεσα στους τέσσερις. Τους είχε ξεσκεπάσει έναν – έναν. Τους είχε κοιτάξει καλά καλά, δεν ήτανε και πολύ δυνατό το φως, όμως τους είχε κοιτάξει καλά καλά. Ο Γιάννης της δεν είχε την τύχη να είναι ένας από τους τέσσερις, λοιπόν ο Γιάννης της είχε απομείνει κατάσαρκα στη γης. Ένα κάρβουνο ο Γιάννης της μες στα κάρβουνα.
        Πόση ώρα είχε στο δωμάτιο με τους τέσσερις δε θα μπορούσε να πει. Μισή ώρα; Μία;
Ανέβηκε στο τραπέζι του τρίτου. Περίεργο, τα δάκυά της είχανε στερέψει. Δεν είχε πια δάκρυα, συνάχι μόνο – και δεν είχε μαντίλι. Να ξεχάσει να πάρει το μαντιλάκι της φεύγοντας! Έκανε να σκουπιστεί στο σάλι της, ντράπηκε. Τη βλέπανε και οι τέσσερις, έτσι που τους είχε αφήσει γυμνά τα πρόσωπα, τα μάτια. Ανασήκωσε το σεντόνι, έψαξε τις τσέπες του, βρήκε το μαντίλι του, τσαλακωμένο, μανταρισμένο σε δυο μεριές.
        - Η μάνα του θα τόχε μαντάρει, είπε από μέσα της.
        Φύσηξε τη μύτη της κι έβαλε το μαντίλι στην τσέπη της ρόμπας της. Α, πώς φρόντιζε κι εκείνη να πλένει και να σιδερώσει και να μαντάρει τα μαντίλια του Γιάννη της! Η μάνα του... η μάνα τους.
Όσο περνούσε η ώρα και είχε και τους τέσσερις γύρω της, όλο κι ένιωθε κοντά τους, ολοένα και περισσότερο κοντά τους, δεν είχανε κανέναν εκεί, η μάνα τους δεν ήτανε μαζί τους. Δεν ήτανε...;

        Στην αρχή της φάνηκε πως βλέπει όνειρο με πολλούς μέσα, που την είχανε περικυκλώσει και είχανε και κάτι μπλοκ και γράφανε, συνέχεια γράφανε... Αλλά δεν ήτανε καθόλου όνειρο. Όταν άνοιξε τα μάτια της – την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στο τραπέζι, - τους είδε τους πολλούς με τα μπλοκ να μπαίνουν από το διάδρομο, ήτανε έξι ή εφτά.
        Κατέβηκε από το τραπέζι, παραλίγο να της πιαστεί η ρόμπα σ'ένα καρφί.
        - Δεν είναι κανείς εδώ; είπε δυνατά ένας από τους πολλούς.
        - Εγώ.
        Τότε την περικυκλώσανε.
        - Είμαστε δημοσιογράφοι, είπε ένας.
        - Ήρθαμε για τα θύματα της Καλογρέζας, είπε ένας.
        - Του λόγου σου τι είσαι; είπε ένας.
        - Εγώ; Η μάνα τους.
        - Η μάνα τους;
        - Α, η μάνα τους!
        - Καλά, παιδιά σου είναι όλοι τους;
        - Και οι τέσσερις;
        - Παιδιά μου.
        Οι δημοσιογράφοι γράφανε, γράφανε: “Πρωτοφανής τραγωδία. Μήτηρ απώλεσε και τα τέσσερα παιδιά της”.
        - Τα ονόματά τους; είπε ένας.
        Μάζεψε το σάλι της, πήγε στον πρώτο από τους τέσσερις και τον κοίταξε καλά στα μάτια:
        - Ο Γιάννης μου, είπε.
        - Ο άλλος;
        Πήγε στο δεύτερο και του χάιδεψε το μέτωπο:
        - Ο Γιάννης μου, είπε.
        Ύστερα στον τρίτο και του σήωσε το δεξί χέρι που είχε γλιστρήσει:
        - Ο Γιάννης μου, είπε.
        Και στο τέταρτο πήγε και του έστρωσε τα μαλλιά που του είχανε πέσει χαμηλά, στα μάτια:

        - Ο Γιάννης μου.  

(Συλλογή διηγημάτων, "Το διαβατήριο")

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Μετά το απολυτήριο από το Β' Γυμνάσιο της Βαρβακείου Σχολής,[5] σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής συμμετείχε στην εθνική αντίσταση.Το 1944 συνελήφθη από τους Ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Το 1963 νυμφεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά.

Εργάσθηκε ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και το 1989 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου.

Η πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στον λογοτεχνικό χώρο γίνεται το 1954 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ζητείται ελπίς. Πρόκειται για έναν από τους περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες πεζογράφους, καθώς τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες.

Το έργο του Σαμαράκη έχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας και αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποίησε απλή γλώσσα και μη επιτηδευμένο ύφος και προσέγγισε τα θέματά του από μια έντονα ανθρωποκεντρική γωνία. Χαρακτηριζόταν από την αγάπη του για τους νέους. Δική του ιδέα ήταν η δημιουργία της Βουλής των Εφήβων, που οδήγησε στη διοργάνωση άτυπων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου δίνεται ο λόγος σε νέους από όλη τη χώρα.

Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητώv της Ιατρικής.

Πηγή: Literature Lands

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881): «Ήταν η Κόλαση»

 



Στις 23 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνεται μαζί με άλλα μέλη του «Ομίλου Πετρασέφσκι», ως κατηγορούμενος για απόπειρα να δημιουργηθεί παράνομο τυπογραφείο με σκοπό τη διάδοση επαναστατικής ιδεολογίας. Στις 16 Νοεμβρίου 1849 όλοι καταδικάζονται από το τσαρικό καθεστώς σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατρέπεται σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.

Πριν φτάσει εκεί μεταφέρεται για δέκα ημέρες (9-20 Ιανουαρίου 1850) στο κάστρο Τομπόλσκ (όπου θα φυλακιστούν αργότερα ο Τσάρος Νικόλαος Β’ και η οικογένειά του, αλλά και περισσότεροι από 2.500 πολιτικοί κρατούμενοι). Γράφει για το μέρος ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι στον αδελφό του Μιχαήλ, στις 22 Φεβρουαρίου 1854, μια εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή του: Ηταν θλιβερή η στιγμή όταν περάσαμε τα Ουράλια. Τα άλογα και τα έλκηθρα βούλιαζαν στους λοφίσκους από χιόνι. Μας χτυπούσε χιονοθύελλα. Κατεβήκαμε από τα έλκηθρα –ήταν νύχτα– και περιμέναμε να τα τραβήξουν. Ολόγυρά μας μόνο χιόνι και θύελλα. Ήταν το σύνορο της Ευρώπης, μπροστά μας η Σιβηρία και η άγνωστη μοίρα μας, πίσω μας το παρελθόν. Ήταν τόσο καταθλιπτικά που έτρεξαν τα δάκρυά μου.

Σε κείνες τις φυλακές έζησε μια συνάντηση που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξή του. Στο φρούριο της φυλακής, οι γυναίκες των επαναστατών «Δεκεμβριστών» –Φονβιζίνα, Μουραβιόβα και Aννένκοβα– δώρισαν στον Ντοστογιέφσκι ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης:

Είδαμε αυτές τις μαρτυρικές γυναίκες, που εθελοντικά ακολούθησαν τους συζύγους τους στη Σιβηρία. Εγκατέλειψαν τα πάντα: τη φήμη, τον πλούτο, τις σχέσεις τους με τις οικογένειές τους, θυσίασαν τα πάντα για να εκπληρώσουν το υψηλό ηθικό τους χρέος, το πιο ελεύθερο χρέος που μπορεί να υπάρξει. Χωρίς να φταίνε σε τίποτα, για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια υπόφεραν τα πάντα μαζί με τους καταδικασμένους τους συζύγους.

 Η συνάντηση διάρκεσε μία ώρα. Μας ευλόγησαν για το νέο μας δρόμο, μας σταύρωσαν, και έδωσαν στον καθένα μας από ένα Ευαγγέλιο – το μοναδικό βιβλίο που επιτρεπόταν στο στρατόπεδο. Τέσσερα χρόνια βρισκόταν αυτό το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το διάβαζα πότε μόνος μου και πότε σε άλλους.

 Λίγες ημέρες μετά περνάει με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, ένα δίχρωμο πουκάμισο και έναν κίτρινο άσο στην πλάτη το κατώφλι του θαλάμου του στο Ομσκ. Ενα παλιό ξύλινο κτίριο, έτοιμο να καταρρεύσει, με σάπιο πάτωμα, στέγη που έσταζε και καπνισμένες σόμπες. «Κοριοί, ποντίκια και κατσαρίδες κατά χιλιάδες». Κοινά δοχεία – απόπατοι από το δειλινό μέχρι την αυγή. «Ηταν η κόλαση, σκότος βαθύ», θα θυμηθεί αργότερα στο ημερολόγιό του.

Πηγή: Protagon.gr


Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953): ''Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει''

 



Κάθομαι στην ημικυκλική βεράντα με τα τζαμωτά ορθάνοιχτα κι απολαμβάνω το καθιερωμένο απογευματινό «Μπλακ Λέιμπελ». Μπροστά μου, στο μαρμάρινο τραπεζάκι, δίπλα στο ποτήρι, γυαλίζει το μπρελόκ με το χρυσό καρφί. Ένα κομψό χρυσό καρφάκι, που αστράφτει κοκκινίζοντας από τις κεραμιδιές σφήνες του ηλιοβασιλέματος — το ’χα πάει στο χρυσοχόο, που του κόλλησε κρίκο στρόγγυλο και το κρέμασα χάριν ενθυμήσεως μαζί με τα κλειδιά.

Απλώνω το χέρι κι αγγίζω το πολύτιμο μέταλλο νιώθοντας στο δέρμα το διακριτικό ρίγος που αισθανόμουν όταν χάιδευα τους αιχμηρούς κυνόδοντες της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει. Έχει περάσει ένας χρόνος και δυο μήνες από τότε, από την τελευταία φορά.

Σουρούπωνε και καθόμασταν στο άλλο τραπεζάκι, στον κήπο, κάτω από την αχλαδιά, απολαμβάνοντας την ησυχία του Ιουλίου, όταν είδα αίφνης τη γάτα μας, τη Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει, να σπρώχνει προσεκτικά, απαλά, την πόρτα της βεράντας και να βγαίνει έξω.

Την παρατηρούσα ακίνητος, σιωπηλός. Κατέβηκε αθόρυβα τα δυο σκαλάκια, πάτησε στο γρασίδι με βήματα ευλύγιστης πανουργίας κι άρχισε να προχωράει ανάμεσα στα μισοβυθισμένα κόκκινα τούβλα. Η ουρά της χαμηλωμένη κυμάτιζε διερευνητικά, οι μυώνες της έπαιζαν συσπειρωμένοι από έμφυτη δολιότητα και συμπυκνωμένη προσοχή. Σερνόταν σχεδόν με την κοιλιά ανάμεσα στα λουλούδια, πατώντας ευλαβικά στο χορτάρι, κρατώντας κρυμμένα τα συσταλτά της νύχια, κοιτάζοντας μια από δω, μια από κει με ελαφρές στροφές του κεφαλιού και με τ’ αυτιά της ορθά, τριγωνισμένα, σε απόλυτη υπερένταση. Προχωρούσε αργά, γλιστρούσε πόντο πόντο σαν ναρκοσυλλέκτης.

Προσπαθούσε να περάσει εντελώς αθέατη το φυτόχωμα και τα κήπια και να φτάσει στο τοιχαλάκι του φράχτη — ήξερε πως, αν τη δούμε, θα τη μαλώσουμε να ξαναγυρίσει στο σπίτι, ματαιώνοντας το θανάσιμο παιχνίδι που έπαιζε αρκετά βράδια, μόλις σουρούπωνε: περνούσε αιλουροειδώς τον κήπο, γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα κάγκελα της περίφραξης, έβγαινε έξω και στεκόταν στην κόψη του κράσπεδου καραδοκώντας υπομονετικά. Κάθε που κάποιο

 αυτοκίνητο φαινόταν στο βάθος του συνοικιακού δρόμου, η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει συσπειρωνόταν περισσότερο. Στις δέσμες των προβολέων που έρχονταν προσπαθούσε, ανάμεσα στην αιωρούμενη σκόνη, να διακρίνει κάποιο κουνούπι. Μόλις το εντόπιζε, τιναζόταν κεραυνοβόλα, το ’πιανε με το στόμα στον αέρα και το κατάπινε καθώς προσγειωνόταν, γλιστρώντας αστραπιαία απέναντι λίγο πριν περάσει, την επόμενη στιγμή, από το σημείο της απόπειρας ο θανάσιμος όγκος του αυτοκινήτου, αφήνοντας πίσω του στροβίλους αέρα και σκόνης.

Κι ύστερα στεκόταν στο άλλο πεζοδρόμιο καθηλωμένη, τεντωμένη, σε απόλυτη επιφυλακή, περιμένοντας τα φανάρια κάποιου αυτοκινήτου που θα ερχόταν τώρα από την αντίθετη κατεύθυνση. Ακίνητη. Σαν πέτρα. Μόλις κάρφωναν από μακριά οι προβολείς, η σκιά της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει μεγάλωνε, διαστελλόταν, μάκραινε, γινόταν θηριώδης, έπαιρνε σχήματα ενός παράξενου, επίφοβου ζώου, κι ύστερα σιγά σιγά μαζευόταν, μίκραινε κι έφευγε πλάγια, ώσπου, λίγο πριν ξανατιναχτεί η γάτα, χανόταν εντελώς σαν να την είχε μέσα της ρουφήξει.

Δεν έτρωγε τα κουνούπια από πείνα. Την ταΐζαμε όλοι αρκετά, συχνά υπέρ το δέον, γιατί ήταν όμορφη, χρώματος κανελί με κόκκινες ραβδώσεις, αυτοκρατορικά νωχελική και ψεύτρα. Έτρωγε από τον έναν κι ύστερα έκανε την πεινασμένη στον άλλον, τριβόταν ηδονικά στα πόδια του, γαργάνιζε με απαιτητικό παράπονο για να ξαναφάει.

Ίσως επειδή είχε πάντοτε εξασφαλισμένο το φαγητό, δεν μπορούσε πια παρά να κυνηγάει υποθετικά θηράματα. Να βγαίνει κρυφά τη νύχτα και να θηρεύει άσαρκα θύματα, φανταστικά, ικανοποιώντας το κυνηγετικό της ένστικτο, δικαιώνοντας την ταχύτητα και το δόλο, την ευλυγισία και τα είκοσί της γαμψόνυχα, τον προαιώνιο φόνο μέσα της, που ζητούσε άχρηστα, έστω, θύματα για να επαληθευτεί. Η απληστία της, ικανοποιημένη τη μέρα χωρίς μόχθο, φαινόταν να γίνεται ανήσυχη αιμοβορία τη νύχτα, ψάχνοντας απεγνωσμένα κατιτίς να εξοντώσει, ώστε να ξαναγίνει το βασιλικό αιλουροειδές, η προικισμένη, πάνοπλη, φονική γάτα — μπορεί όμως και να μην ήταν καθόλου έτσι, να υπάκουε σε άλλες, δικές της, τυφλές μανίες, εντελώς ακατανόητες για το δικό μου σύστημα σκέψης, που πολλές φορές το είχε αχρηστέψει με την απρόβλεπτη συμπεριφορά της.

Σκεφτόμουν διάφορες λογικές εκδοχές, που μάλλον καμιά δεν έστεκε, ενώ καθόμουν κι έβλεπα τη Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει να πλησιάζει, έρποντας σχεδόν, στο τοιχαλάκι· οι άλλοι δεν την είχαν αντιληφθεί, γιατί καθόντουσαν με τις πλάτες γυρισμένες προς αυτήν. Ήξερα ότι αυτό που πάει να κάνει ήταν επικίνδυνο,  αλλά με γοήτευε η σκέψη ότι πάει να γραπώσει ασώματα θηράματα, μου φαινόταν σαν να διακινδύνευε μόνο και μόνο για να συλλάβει μιαν ιδέα, να γερακώσει κάτι ανύπαρκτο αλλά απόλυτα ζωτικό γι’ αυτήν, κάτι αλλόκοτα μοιραίο, πιο απαραίτητο από την τροφή της.

Την παρατηρούσα καθηλωμένος, αδύναμος να τη μαλώσω για να ξαναγυρίσει σπίτι.

Στάθηκε για λίγο ελλοχεύοντας κι ύστερα πήδηξε στο τοιχίο, πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα και γλίστρησε έξω στο σκοτάδι.

Κατόπιν, με τη συζήτηση, την ξέχασα. Συνεχίζαμε ήρεμα την κουβέντα, ενώ η νύχτα έπεφτε πυκνή και τα φώτα των γύρω σπιτιών άρχισαν ν’ ανάβουν, η κίνηση να χαλαρώνει. Αυτοκίνητα περνούσαν πότε πότε στο δρόμο μ’ αναμμένους προβολείς, κομματιάζοντας για λίγο τη νυχτερινή ησυχία, κι ύστερα πάλι επανερχόταν η δροσερή συνοικιακή σιωπή.

Θα ’χε περάσει μια ώρα, όταν ξαφνικά ακούσαμε ένα παρατεταμένο φρενάρισμα πανικού ακριβώς μπροστά στην περίφραξη κι ύστερα αντρικές αγριοφωνάρες, πόρτες αυτοκινήτου ν’ ανοίγουν νευρικά και να κλείνουν με βρόντο. Τιναχτήκαμε όρθιοι και τρέχοντας βγήκαμε στο δρόμο. O οδηγός είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο, ένα επαγγελματικό Φολκς Βάγκεν, κι έλεγε αναστατωμένος διάφορα μπερδεμένα πράγματα, κάνοντας παράξενες, υπερβολικές χειρονομίες. Καταλάβαμε εντέλει ότι η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει πήδησε μπροστά από τα φανάρια ενός άλλου αυτοκινήτου και, καθώς προσγειωνόταν για να περάσει απέναντι, ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, ταυτόχρονα, το Φολκς Βάγκεν· ακουμπώντας η γάτα στην άσφαλτο, βρέθηκε κάτω από την αριστερή μπροστινή ρόδα του και τώρα κείτονταν στη μέση του δρόμου, πέντε μέτρα από το σταματημένο αμάξι, που κινδύνεψε να ανεβεί στο πεζοδρόμιο για να την αποφύγει.

Κείτονταν τώρα εκεί μέσα στα αίματα, σκασμένη, με τσακισμένη τη σπονδυλική στήλη και λιωμένα τα πίσω πόδια της — σαν κιτρινοκόκκινη πατσαβούρα. Το κεφάλι της, ωστόσο, ήταν ανέγγιχτο. Τα μάτια της, ανοιχτά, φωσφόρισαν στα φανάρια ενός αυτοκινήτου που πέρασε αργά από δίπλα μας.

Έσκυψα και της άνοιξα με προσοχή το στόμα. Πάνω στη γλώσσα της ήταν κολλημένο ένα κουνούπι, που αγωνιζόταν απεγνωσμένα να ξεκολλήσει. Της ξανάκλεισα τα σαγόνια προσεκτικά — η τελευταία της απόπειρα ήθελα να ’ναι πετυχημένη εντελώς.

Από το δεξί τσακισμένο μπούτι της ξεμύτιζε λάμποντας στη νύχτα το χρυσό καρφί που της έβαλε ο κτηνίατρος μέσα στο κόκαλο τρία χρόνια πριν, όταν ήταν μικρή και την είχαμε βρει πεσμένη από μια πολυκατοικία με σπασμένο το πόδι. Τρία χρόνια το κουβαλούσε μέσα της και το ’χαμε πια ξεχάσει.

 Ρουφώ μια γουλιά «Μπλακ Λέιμπελ» και ξαναχαϊδεύω το χρυσό καρφί που είναι περασμένο με κομψό κρίκο στο μπρελόκ, πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας, νιώθοντας πως αγγίζω τον κυνόδοντα της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει. O απογευματινός ήλιος κοκκινίζει όλο και περισσότερο, βυθίζεται. Στα τζαμωτά ρέουν αργά και ακανόνιστα βυσσινιές, καμπυλωτές ραβδώσεις. Ένα αυτοκίνητο περνάει μπροστά στο δρόμο. Είναι τόσο συμμετρικό, που για μια στιγμή μου φαίνεται ότι κινείται με την όπισθεν.

 

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Θεσσαλονίκη, 1953) είναι πεζογράφος και δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και διευθυντής αρκετών περιοδικών και εφημερίδων της πόλης (ΕντευκτήριοΘ' 97Μακεδονία, κ.ά.). Συνεργάστηκε επίσης με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, με ρεαλιστική γραφή, θεματοποιεί την καθημερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη της Γερμανικής Κατοχής αλλά και του πιο πρόσφατου παρελθόντος.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Κώστας Περδίκης: Ποδηλατώντας μέχρι τη θάλασσα

 



Κυριακή απόγευμα, άνοιξη, λίγο πριν το ’60.

Τελειώνω όπως, όπως τα γραψίματα και τα διαβάσματα της Δευτέρας, γιατί λαχταράω να πάω μια βόλτα με το καινούργιο μου ποδήλατο.

Είναι, ένα κατακόκκινο "Hercules", με όλα τα αξεσουάρ του.

Το φανάρι με το δυναμό, το κουδουνάκι, τον καθρέφτη, την τρόμπα, τη μικρή τριγωνική, δερμάτινη εργαλειοθήκη και τη σχάρα για τον συνεπιβάτη.

Αρχίζω να κατηφορίζω τον κεντρικό δρόμο της αγοράς.

Προσπερνώ πρώτα, στα αριστερά μου, την Ηλεκτρική.

Είναι νωρίς ακόμη, δεν άρχισε να δουλεύει η μηχανή για να δώσει ρεύμα.

Από τα μικρά τετράγωνα  τζαμάκια βλέπω την τεράστια ρόδα της μηχανής να είναι ακίνητη.

Αμέσως μετά, το γεφυράκι και ο στενός δρόμος,  που πάει για τα Μολύβια και τα γειτονικά χωριά, Μπισχίνι, Τσορβατζί, Γολέμι κ.ά.

Ο μεγάλος πλάτανος, το περίπτερο, το Ηρώο και το Ζαχαραίικο πηγάδι, όλα μαζί,  σε μια αγαστή συνύπαρξη.

Κάθε σούρουπο, μαζί με τη μάνα μου, εδώ ερχόμαστε για να γεμίσουμε  τη βίκα.

Στο Ηρώο μπροστά, τη περασμένη χρονιά, έμπλεος από "εθνικόν παλμόν", είχα απαγγείλει ένα ποίημα.

Τώρα, καρσί μπροστά μου, ανοίγεται η δημοσιά, που περνάει από τον Σταθμό του τραίνου και μετά καταλήγει στη θάλασσα.

Λίγο πιο κάτω, το ξύλινο γεφυράκι σε περνάει απέναντι, στο θερινό μας σινεμά, "Ολυμπία", που δεν θα αργήσει να ανοίξει.

Περιμένουμε κείνη τη μέρα πως και πως.

Απέναντί του, το ξενοδοχείο ύπνου "Ο ΚΑΪΑΦΑΣ".

Στο ισόγειό του λειτουργεί η "Όαση", που βγάζει στο πεζοδρόμιο τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες, περιμένοντας τους θαμώνες της  για το απογευματινό τους καφεδάκι.

Προσπερνάω και το τελευταίο σπίτι, το Μπηλιωναίικο, που για αρκετά χρόνια στεγαζόταν εκεί το Δημοτικό σχολείο.

Στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ακολουθεί η γράνα, με τις καλαμιές της να έχουν φτιάξει ένα ψηλό φράκτη, που κρύβει τον μισό κάμπο.

Λιγοστό νεράκι τρέχει ακόμη, αθόρυβα, στη κοίτη της.

Ποδηλατώ με μικρή ταχύτητα για να προλαβαίνω να χαζεύω γύρω μου.

Φτάνω μπροστά από το Γυμνάσιο και το καμαρώνω, είναι το πιο εντυπωσιακό κτίριο της πόλης.

Μακρύ, διώροφο, με έξι τάξεις στο ισόγειο και άλλες τόσες στον Α’ όροφο, να κοιτάνε όλες προς τον ήλιο, με αμφιθέατρο, γραφείο Γυμνασιάρχη, γραφείο καθηγητών και αίθουσα για τα όργανα της φυσικής και της χημείας.

Μπροστά του το μεγάλο γήπεδο και στο κάτω μέρος του η κερκίδα για τους θεατές.

Από κει παρακολουθούν αγώνες ποδοσφαίρου, γυμναστικές επιδείξεις, εθνικές γιορτές με απαγγελίες ποιημάτων, δημοτικούς χορούς και τραγούδια.

Από το γήπεδο και κάτω, ο κάμπος απλώνεται καταπράσινος, με το χορτάρι ένα μπόι και τα αγριολούλουδα να οργιάζουν.

Άσπρες και κίτρινες αγριομαργαρίτες, άλικες παπαρούνες, κίτρινες λαψάνες.

Χαίρονται τα μάτια να βλέπουν.

Ο δρόμος είναι ο μοναδικός με άσφαλτο και στο πλάι του, δεξιά και αριστερά, ψηλές ακακίες και άλλα δέντρα σμίγουν τις  φυλλωσιές τους και είναι σαν περνάς μέσα από τούνελ.

Αυτοκίνητα περνούν ελάχιστα, κανά δυο, τρία "αγοραία".

Συναντάς, όμως, πιο πολλά κάρα,  που τα σέρνουνε ψηλόσωμα και δυνατά άλογα.

Φτάνω στην πανύψηλη λεύκα.

Πόσα παιδάκια θα ’μαστε, τότε, που η δασκάλα μας η κυρία Νίκη μας έβαλε να αγκαλιάσουμε τον τεράστιο κορμό της, πιασμένα χέρι με χέρι;

Τριάντα μέτρα παρακάτω, το γεφυράκι και ο δρομάκος που πάει στο Πλατανούλι.

Εκεί, σε μια χαμοκέλα ζει ο μπαρμπα-Χρηστίδης με τις τρεις αδερφές του και τις γίδες του.

Αν και τυφλός έχει τον τρόπο του να βλέπει, καλύτερα από τον καθένα μας, τα ωραία και τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μας.

Με τα παραμύθια, τα τραγούδια και  την αγάπη του κάνει τα καλοκαίρια μας πιο όμορφα.  

Σταματάω, για λίγο, στο σημείο  που στρίβουμε δεξιά  για το κτήμα μας.

Το στρατόνι μόλις που διακρίνεται ανάμεσα στα φουντωμένα χορτάρια και τους φράκτες.

Στο τέλος του, φαίνεται η ξύλινη αυλόπορτα και το σπιτάκι, όπου κάθε χρόνο ξεκαλοκαιριάζουμε.

Λίγο πριν τις γραμμές του τραίνου, το αρχοντόσπιτο του κυρίου Θόδωρου εντυπωσιάζει με τη ξεχωριστή του αρχιτεκτονική.

Μονάχα ένας πλούσιος, όπως αυτός,  με το μεγάλο εμπορικό, τη "Λαϊκή Αγορά", μπορούσε τότε να έχει ένα τέτοιο σπίτι.

Ακούγεται το δυνατό σφύριγμα του τραίνου και γυρνάω τη ματιά μου από την άλλη μεριά.

Από το βάθος της γραμμής βλέπω το τραίνο να ’ρχεται ολοταχώς κατά πάνω μας, με φοβερό βουητό και τη  μηχανή του να ξεφυσάει ατμούς μαζί με μαύρο καπνό και κοκαλώνω το ποδήλατο για να περάσει.

Σέρνει πίσω του πολλά βαγόνια και σταματώντας στον σταθμό κλείνει τη διάβαση.

Κοιτάζω επίμονα τον σταθμάρχη, που φοράει πηλίκιο και περιμένω να τον δω να σηκώνει τη στρογγυλή ταμπελίτσα του για να ξεκινήσει πάλι το τραίνο και ελευθερωθεί η διάβαση.

Στον σταθμό, άλλοι κατεβαίνουν και άλλοι ανεβαίνουν στα βαγόνια, ενώ "αγοραία" και κάρα περιμένουν για να πάρουν αγώι.

Περνάω τις γραμμές και συνεχίζω να ποδηλατώ ρεμβάζοντας.

Ένα μεγάλο και καλοχτισμένο σπίτι ξεχωρίζει μέσα στον κάμπο, καμιά διακοσιαρά μέτρα από τον δρόμο.

Είναι του κυρίου Γρηγόρη, άλλου μαγαλέμπορου.

Φτάνω και στα Καραίικα.

Σ’ ένα δίπατο σπιτάκι, με ξύλινη σκάλα μένει ο μπάρμπα-Γιώρης με τη γυναίκα του και τα πολλά του παιδιά.

Μπροστά από το σπίτι είναι το πέτρινο πηγάδι και η μουριά.

Κόσμος και κοσμάκης, περνώντας από δω, στέκεται και ξεδιψάει με το δροσερό νερό του.

Τα παιδιά του μπάρμπα- Γιώρη, τα καλοκαίρια, λειτουργούν το μοναδικό καφενεδάκι στην παραλία, σε μια ξύλινη παράγκα.

Ο πατέρας τους  με το άλογό του και δυο βουτσέλες εφοδιάζει το καφεναδάκι με νερό από το πηγάδι.

Σερβίρουνε ούζα, λεμονοπορτοκαλάδες, γκαζόζες και υποβρύχια.

Λίγο παρακάτω, στα δεξιά σ’ ένα απαλό ύψωμα, το φτωχικό εκκλησάκι του Αγιο- Νικόλα, με ένα μοναχά δεντράκι, στην αυλή του, να του κάνει παρέα.

Κάνω ορθοπεταλιά για να ανέβω το τούμπι.

Δυο, τρία σπιτάκια είναι κτισμένα πάνω του, αριστερά και δεξιά του δρόμου.

Μετά, αρχίζει η κατηφόρα και το μάτι το μόνο που αντικρίζει είναι η απέραντη αμμουδιά.

Αν κάτι ξεχωρίζει στους αμμόλοφους, είναι το καλύβι και το μαντρί του Τάγαρη και τα φυτρωμένα  τόπους, τόπους σφερδούκλια.

Φτάνω στο τέρμα του δρόμου και ξεκαβαλάω.

Ακουμπάω το ποδήλατο στο πλάι της παράγκας.

Ο Βοριάς την έχει σχεδόν ξεσκεπάσει και θα χρειασθεί να στρώσουν στη σκεπή νέα ράπη, από κείνη που φυτρώνει γύρω από τη λίμνα μας.

Κάθομαι σε μια μισοσπασμένη καρέκλα, έχοντας απέναντί μου την ατέλειωτη θάλασσα.

Ξεχνιέμαι, αφήνω για ώρα  το μυαλό και τη σκέψη μου να ταξιδέψουν.

Ψάχνω στον ορίζοντα μπας και δω τα Στροφάδια, που τόσα έχω ακούσει γι αυτά.

Εις μάτην όμως.

Αλλά, το ηλιοβασίλεμα με μαγεύει και δεν παίρνω από κει τα μάτια μου, μέχρι να δω  τον πορφυρένιο δίσκο να σβήνει το φως και τη λαύρα του βουτώντας στο πέλαγος.

Την ίδια στιγμή, ένα υγρό αεράκι  που έρχεται από τη θάλασσα με κάνει να αναριγήσω.

Είναι ώρα να γυρίσω πίσω.

Βλέπω το ποδήλατο να λείπει και το "Skoda" μου να με περιμένει παρκαρισμένο.

Και το όνειρο κάπου εδώ τελειώνει.

Ανοίγω την πόρτα του να μπω κα μπαίνω στο… σήμερα.

Βάζω μπρος και ξεκινάω.

Τώρα, ο δρόμος μου φαίνεται πιο φαρδύς και έχει κι έναν μικρό ποδηλατόδρομο στη μια του πλευρά.

Περνάει μέσα από μια πόλη καινούργια, με δεκάδες σπίτια, αυλές και δέντρα.

Είναι χτισμένα, εκεί, που κάποτε υπήρχαν μόνον οι αμμόλοφοι.

Τα έχτισαν, λένε,  οι αυτοαποκαλούμενοι "Οικιστές της παραλίας".

Είναι τα ''αυθαίρετα''.

Προχωράω και όσο προχωράω, τόσο το σήμερα παίρνει τη θέση του τότε…

--------------------------------------------

[1] γράνα = ρέμα

[2] χαμοκέλα = μικρή καλύβα

[3] στρατόνι = μονοπάτι

[4] βουτσέλα = βαρελάκι για νερό

[5] σφερδούκλι = ασφόδελος

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Γράμμα προς νεοσύλλεκτον:


                            Ζαχάρω 6-11-1972, Δευτέρα   

 

 Αγαπητέ Κωστάκη.

Ευχόμεθα Στρατιωτάκι να είσαι πάντοτε καλά και ο καιρός αφού θα συνηθήσεις την καινούργια ζωή θα περάση γρήγορα και άμα γίνεις αξιωματικός τόσο το καλύτερο.

Όταν ήμουν εγώ στρατιώτης τα καζάνια τα καθάριζαν οι μάγειροι, τους τιμωρημένους έβαζαν, τώρα δεν ηξεύρω τι νόμος είναι.

Η μητέρα σου ήλθε από το Σάββατον.

Την Δήμητρα την επήραμε χθες τηλέφωνον, όταν ήλθε από την Κόρινθο.

Μας είπε ότι είσαι καλά και ότι σου μοιάζουν τα στρατιωτικά και του Χριστού θα σας δώσουν άδεια.

Γιατί να μην έλθεις με τα στρατιωτικά, όπως βλέπουμε στην φωτογραφία σου παν ωραία, ποίοι συνάδελφοι είνε αυτοί δεν τους γνωρίζουμε, εσένα σε έχουν πάει ωραία.

Ο Θανάσης θα έλθη του Χριστού με άδεια επομένως θα τον ιδούμε και θα ειπούμε.

Την υποτροφία το έχεις ειπεί της Δημητρούλας να παρακολουθεί και ό, τι άλλο σε αφορά.

Στον ύπνο περνάς καλά, μου λεν ότι σας δίδουν και στρωματάκι αφρολέξ, δεν ηξεύρω αν οι κουβέρτες σε φθάνουν, να σκεπάζεσε καλά και να πιστρώνεσε καλά δια να μην κρυώσεις τώρα που χειμώνιασε και άμα δεν έχεις υπηρεσία να πέφτης ενωρίς δι’ ύπνον να μην κακονυχτάς ασκόπως, αφού σηκώνεστε γρήγορα.

Πρόσεξε στον χειρισμό του όπλου μήπως έχει βάλει κανείς φυσίγγι κατά λάθος, θα σου γράφω ανά 2-3 ημέρες.

Το στρατιωτικό να το πάρης διασκέδασιν, αφού το δίπλωμά σου το πήρες, όλοι θα το περάσουν, όλοι.

Δεν τους έλεγες ότι έχεις πλατιποδία μήπως γλυτώσεις τα Γυμνάσια και όταν κουράζεσαι να ζητάς να σε αφήνουν καμία μέρα ελεύθερον και να εξετάσουμε μήπως έχει ψηφισθή τώρα κοντά κανένας νόμος δια τους προστάτας τους ανικάνους, αλλά μας τρώει που παίρνουμε αυτήν την λίγην σύνταξιν και το κολάζουν εκεί, έχω δια συντήρησιν κ.λ.π.

Άλλο δεν έχω

Σε φιλούμεν

Οι Γονείς σου