Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881): «Ήταν η Κόλαση»

 



Στις 23 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνεται μαζί με άλλα μέλη του «Ομίλου Πετρασέφσκι», ως κατηγορούμενος για απόπειρα να δημιουργηθεί παράνομο τυπογραφείο με σκοπό τη διάδοση επαναστατικής ιδεολογίας. Στις 16 Νοεμβρίου 1849 όλοι καταδικάζονται από το τσαρικό καθεστώς σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατρέπεται σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.

Πριν φτάσει εκεί μεταφέρεται για δέκα ημέρες (9-20 Ιανουαρίου 1850) στο κάστρο Τομπόλσκ (όπου θα φυλακιστούν αργότερα ο Τσάρος Νικόλαος Β’ και η οικογένειά του, αλλά και περισσότεροι από 2.500 πολιτικοί κρατούμενοι). Γράφει για το μέρος ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι στον αδελφό του Μιχαήλ, στις 22 Φεβρουαρίου 1854, μια εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή του: Ηταν θλιβερή η στιγμή όταν περάσαμε τα Ουράλια. Τα άλογα και τα έλκηθρα βούλιαζαν στους λοφίσκους από χιόνι. Μας χτυπούσε χιονοθύελλα. Κατεβήκαμε από τα έλκηθρα –ήταν νύχτα– και περιμέναμε να τα τραβήξουν. Ολόγυρά μας μόνο χιόνι και θύελλα. Ήταν το σύνορο της Ευρώπης, μπροστά μας η Σιβηρία και η άγνωστη μοίρα μας, πίσω μας το παρελθόν. Ήταν τόσο καταθλιπτικά που έτρεξαν τα δάκρυά μου.

Σε κείνες τις φυλακές έζησε μια συνάντηση που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξή του. Στο φρούριο της φυλακής, οι γυναίκες των επαναστατών «Δεκεμβριστών» –Φονβιζίνα, Μουραβιόβα και Aννένκοβα– δώρισαν στον Ντοστογιέφσκι ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης:

Είδαμε αυτές τις μαρτυρικές γυναίκες, που εθελοντικά ακολούθησαν τους συζύγους τους στη Σιβηρία. Εγκατέλειψαν τα πάντα: τη φήμη, τον πλούτο, τις σχέσεις τους με τις οικογένειές τους, θυσίασαν τα πάντα για να εκπληρώσουν το υψηλό ηθικό τους χρέος, το πιο ελεύθερο χρέος που μπορεί να υπάρξει. Χωρίς να φταίνε σε τίποτα, για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια υπόφεραν τα πάντα μαζί με τους καταδικασμένους τους συζύγους.

 Η συνάντηση διάρκεσε μία ώρα. Μας ευλόγησαν για το νέο μας δρόμο, μας σταύρωσαν, και έδωσαν στον καθένα μας από ένα Ευαγγέλιο – το μοναδικό βιβλίο που επιτρεπόταν στο στρατόπεδο. Τέσσερα χρόνια βρισκόταν αυτό το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το διάβαζα πότε μόνος μου και πότε σε άλλους.

 Λίγες ημέρες μετά περνάει με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, ένα δίχρωμο πουκάμισο και έναν κίτρινο άσο στην πλάτη το κατώφλι του θαλάμου του στο Ομσκ. Ενα παλιό ξύλινο κτίριο, έτοιμο να καταρρεύσει, με σάπιο πάτωμα, στέγη που έσταζε και καπνισμένες σόμπες. «Κοριοί, ποντίκια και κατσαρίδες κατά χιλιάδες». Κοινά δοχεία – απόπατοι από το δειλινό μέχρι την αυγή. «Ηταν η κόλαση, σκότος βαθύ», θα θυμηθεί αργότερα στο ημερολόγιό του.

Πηγή: Protagon.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου