Διηγώντας τα να κλαις ή
να γελάς
Εκεί, γύρω στο 1963, είχε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος.
Διάβαζε, τότε, τακτικά τη "Μεσημβρινή", μια νέα εφημερίδα, που σε σχέση με τις άλλες είχε αρκετές καινοτομίες, που την έκαναν ελκυστική στους νέους και του άρεσε ο τρόπος που έγραφε ο πρωτοεμφανισθείς Φρέντυ Γερμανός.
Ο μεγάλος, όμως, σεισμός του 1965 στην Ηλεία έγινε αφορμή να αλλάξει τον προσανατολισμό του.
Έβαλαν, βέβαια, το χεράκι τους οι νεαροί μηχανικοί, που ήρθαν για να καταγράψουν τις ζημιές του σπιτιού του και τα πρόχειρα σκαριφήματα που έφτιαχναν.
Εκείνα τα σκαριφήματα, που τα κρυφοκοίταζε, μαζί με την παρότρυνση των μηχανικών, έγιναν η αιτία να αλλάξει κατεύθυνση και να στραφεί αργότερα προς Πολυτεχνείο μεριά.
Ήταν μια αρκετά παράτολμη απόφαση, γιατί στο σχολείο του Φυσική και Χημεία σχεδόν δεν κάνανε, λόγω έλλειψης Φυσικού.
Όταν προλάβαινε ερχόταν, που και που, ένας καθηγητής από την Κυπαρισσία με το τραίνο και τους έκανε μάθημα.
Τελειώνοντας, λοιπόν, την προτελευταία τάξη ανέβηκε στην Πρωτεύουσα για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις.
Γράφτηκε στο φροντιστήριο "Σταυρόπουλου-Τσατσάκη", που στεγαζόταν σε ένα διώροφο παλιό νεοκλασσικό σπίτι, πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Για σχολείο, είχε αποφασίσει να πάει τον επόμενο Σεπτέμβριο, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, στο Κλασσικό Λύκειο του Αγίου Δημητρίου ή Μπραχαμίου.
Αυτό έγινε για δύο λόγους:
Είχε μάθει ότι εκεί ήταν Λυκειάρχης ο Δ. Χρονόπουλος, ένας πολύ καλός Φυσικός, αλλά και πολύ αυστηρός σαν καθηγητής.
Ο Χρονόπουλος είχε περάσει και από τη Ζαχάρω, όπου ήταν Γυμνασιάρχης για μερικά χρόνια.
Στην πρώτη γυμνασίου πρόλαβε να τον έχει καθηγητή, πριν πάρει μετάθεση και μάλιστα να κερδίσει τη συμπάθειά του.
Ο άλλος λόγος ήταν ότι σ’ αυτό το σχολείο θα πήγαιναν και δυο άλλα παιδιά, συμπατριώτες και συμμαθητές του.
Ήθελε, σαν νεοφερμένος εκεί μαθητής, να νοιώθει ότι θα βρεθεί σε κάπως γνώριμο περιβάλλον.
Το Μπραχάμι, τότε, ήταν ένα μεγάλο χωριό.
Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα νοικιασμένο διώροφο κτίριο με ένα μικρό προαύλιο, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Εκεί, γινόταν η πρωινή συγκέντρωση και η προσευχή, ενώ η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, από τον διπλανό φούρνο, τους έσπαγε τη μύτη.
Τη γυμναστική τους την έκαναν πεντακόσια μέτρα πιο μακριά, σε μια ερημιά, όπου τέλειωναν τα σπίτια και υπήρχε άπλετος χώρος.
Για να είναι κοντά στο σχολείο, νοίκιασαν με την αδελφή του, που ήδη είχε τελειώσει το λύκειο, ένα μικρό διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, σε ένα διώροφο σπίτι στη Δάφνη, στην οδό Μυκηνών 7.
Το δωμάτιο ήταν εσωτερικό και έβλεπε στη μικρή αυλή του απέναντι σπιτιού.
"Αι εισιτήριοι εξετάσεις δια τας Ανωτέρας και Ανωτάτας
Σχολάς", όπως ήταν ο επίσημος τίτλος τους, γίνονταν
τότε κάθε Σεπτέμβριο.
Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1966 και του 1967 έκανε εντατικά μαθήματα στο φροντιστήριο για να καλύψει τα πολλά κενά που είχε, ιδίως στη Φυσική και στη Χημεία.
Επιστρέφοντας το βράδυ από το φροντιστήριο έβλεπε, μέσα από το τζάμι του αστικού λεωφορείου, τα φώτα που καταύγαζαν το Παναθηναϊκό στάδιο, όπου έδιναν παραστάσεις τα διάσημα, τότε, μπαλέτα "Holiday on ice".
Τον έπιανε τότε το παράπονο.
Με τι κουράγιο θα ξανακλεινόταν σε κείνο το δωματιάκι για να συνεχίσει το ατέλειωτο διάβασμα.
Τι να κάνει όμως, έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε την προσπάθεια.
Η μόνη του παρηγοριά ήταν το φλερτ με τη Βάσω, τη συμμαθήτριά του, με τη μακριά αλογοουρά και τα μυωπικά γυαλάκια της.
Πως και πως περίμενε να τελειώσει η χρονιά και να πάει στο αποχαιρετιστήριο πάρτι, που η Βάσω σκόπευε να κάνει στο σπίτι της, για την αποφοίτησής τους.
Είχε ήδη γράψει ένα γράμμα, έμπλεο λυρισμού και συναισθήματος, που σκόπευε να της το επιδώσει μ’ αυτή την ευκαιρία.
Αλίμονο όμως γι’ αυτόν, το πάρτι δεν έγινε ποτέ και το γράμμα έμεινε ανεπίδοτο, για πάντα.
Η καλή τους η μητέρα ερχότανε από την επαρχία και καθόταν αρκετές μέρες για να τους βοηθήσει σε ό,τι της πέρναγε από το χέρι.
Να τους φτιάξει κανένα νόστιμο φαγητό, να τους πλύνει τα ρούχα τους και να τους δροσίσει, ελλείψει ψυγείου, με τα καρπούζια και τα μπουκάλια με νερό, που έβαζε μέσα σε μια σκάφη μαζί με ένα κομμάτι πάγο.
Ένα πρωινό, την Παρασκευή 21 Απριλίου του 1967, πηγαίνοντας στο σχολείο έμαθαν ότι είχε γίνει δικτατορία.
Σιγά που ήξεραν τα παιδιά, τότε, τι σήμαινε δικτατορία, το πιθανότερο να άκουγαν τη λέξη πρώτη τους φορά.
Αλλά και οι καθηγητές τους ούτε λέξη περί αυτής. Δεν έδειξαν καμία διάθεση για να τους κάνουν πιο σοφούς.
Σαν να μη συνέβηκε τίποτα, κάνανε μάθημα κανονικά, όπως και τις άλλες μέρες.
Το Πάσχα, που κατέβηκε στους δικούς του, βρήκε εκεί άλλες γιορτές και πανηγύρια.
Άκουγε πολλούς συμπατριώτες του, προφανώς ακραιφνείς εθνικόφρονες, να ανταλλάσουν μεταξύ τους ευχές όπως, "Χριστός Ανέστη", "Ελλάς Ανέστη" και να ρίχνουν γιορταστικές ντουφεκιές στον αέρα.
Το "Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών" θα κάνει την εμφάνισή του αργότερα.
Λίγους μήνες πριν, στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 είχε συμβεί και ένα άλλο σημαδιακό και τραγικό γεγονός.
Το πλοίο "Ηράκλειο" είχε βυθιστεί αύτανδρο στα παγωμένα νερά της Φαλκονέρας.
Στο φροντιστήριο, τους έκανε έκθεση ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ένας νεαρός τότε καθηγητής, ο γνωστός, μετά, θεατρικός κριτικός και μαθηματικά ο Γιώργης Κοντογιώργης, ο σημαντικός υπερρεαλιστής ποιητής με το ψευδώνυμο "Έκτορας Κακναβάτος".
Λίγες μέρες μετά την "Επανάσταση", όπως όφειλαν όλοι να αποκαλούν το στρατιωτικό πραξικόπημα, αντιλήφθηκαν την απουσία δυο, τριών καθηγητών τους, που τους φαινόταν στην αρχή ανεξήγητη.
Αργότερα ακούστηκε ότι τους είχαν στείλει για "διακοπές" σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου.
Έδωσε εισιτήριες εξετάσεις, μαζί με τα άλλα παιδιά του σχολείου του, στο κτίριο του 2ου Λυκείου, στους Αμπελόκηπους, απέναντι από το μαιευτήριο της " Έλενας Βενιζέλου".
Τελευταίο μάθημα ήταν η Τριγωνομετρία.
Στα άλλα μαθήματα, που είχαν προηγηθεί και συγκεκριμένα στη Φυσική και στην Άλγεβρα πίστευε ότι είχε πάει πολύ καλά, ενώ είχε πάει μέτρια στη Γεωμετρία και στην Έκθεση.
Όσο για τη Χημεία, παρ’ όλο το διάβασμα, δεν τα είχε καταφέρει.
Φεύγοντας από το σπίτι, για να δώσει την Τριγωνομετρία, πέταξε μεταξύ σοβαρού και αστείου στη μητέρα του:
"Αν δεν γράψω καλά να μην
με περιμένεις".
Εννοώντας ότι η επιτυχία του θα εξαρτιόταν
από το πόσο καλά θα πήγαινε στην Τριγωνομετρία, που ήταν και το τελευταίο
μάθημα.
Τέλειωσε το γράψιμο, έχοντας πάει και στην Τριγωνομετρία πολύ καλά.
Ανακουφισμένος και ξένοιαστος, πλέον, μαζί και με τα άλλα παιδιά, που πήγαιναν στο ίδιο φροντιστήριο, κατευθύνθηκαν προς τα κει, περπατώντας και μιλώντας καθ’ οδόν, γιατί άλλο, από το πώς πήγε ο καθένας τους στις εξετάσεις.
Είχε ξεχαστεί τελείως και πήγε απόγευμα όταν θυμήθηκε να γυρίσει στο σπίτι.
Τηλέφωνο, σημειωτέον, δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους πει ότι θα αργήσει.
Ανοίγοντας την πόρτα, δεν θα ξεχάσει ποτέ, το πώς τον υποδέχθηκε η καημένη η μητέρα του.
Δίνοντας βάσει σ’ αυτό που είχε ξεστομίσει, τόσο επιπόλαια, φεύγοντας και μη βλέποντας να γυρίζει σπίτι είχε τρελαθεί από την αγωνία της.
Έκανε πολλή ώρα να σταματήσει τα κλάματα και να ηρεμίσει.
Μετά από μέρες του ζήτησε να τη συνοδέψει και να πάνε μαζί στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, στην ρεματιά του Ιλισού, να ανάψουν ένα κερί.
Πάνω στην τρέλα της είχε κάνει τάμα στην Αγία για την Τριγωνομετρία και τον αίσιο γυρισμό του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου