Παρεούλα με τη Φροσύνη
Ξεκαλοκαιριάζαμε στο μικρό μας εξοχικό σπιτάκι στον Παλιόκαμπο.
Κάθε απόγευμα, μετά τον μεσημεριανό μας υπνάκο, στηνόμαστε και οι δυο μας, εγώ και αδελφή μου, στη βεράντα κοιτάζοντας προς το στρατόνι, που ’βγαζε στο δημόσιο δρόμου του σταθμού.
Περιμέναμε πώς και πώς να δούμε να ξεμυτίζει στο βάθος η Φροσύνη με τα γαλιά της.
Η Φροσύνη έμενε κοντά στο εξοχικό μας, το πολύ πεντακόσια μέτρα μακριά.
Το σπίτι της ήταν στο Πλατανούλι, δίπλα στο γεφύρι της γράνας.
Ήτανε, τότε, στα δεκατέσσερά της και μεις είχαμε πάνω, κάτω, τα μισά της χρόνια.
Μόλις έπεφτε η μεσημεριάτικη κάψα έφερνε τα πέντε, έξι γαλιά της για να φάνε ό,τι βρούνε στο διπλανό μας χωράφι, που ήταν χέρσο.
Κρατώντας ένα μακρύ καλάμι, τα είχε μάθει να περπατάνε μπροστά της υπάκουα, ένα, ένα στη σειρά.
Φτάνοντας μπροστά στην αυλόπορτά του εξοχικού, μας εύρισκε να την περιμένουμε πανέτοιμοι.
Η μητέρα μας φρόντιζε και έβαζε σε ένα καραβανάκι δυο φέτες ψωμί, λίγο τυρί και μια ντομάτα, μπας και πάρουμε κανένα δράμι, μίζερα καθώς είμαστε στο φαϊ.
Το γειτονικό μας χωράφι , στη μέση περίπου, είχε μια μικρή καρυδιά.
Εκεί, στον ίσκιο της πηγαίναμε και καθόμαστε με τη Φροσύνη, ενώ τα γαλιά της τσιμπολογούσαν αναγύρω μας, χωρίς να απομακρύνονται.
Η Φροσύνη, με τον τρόπο της, έφτιαχνε για χάρη μας κάθε απόγευμα έναν μικρό Παράδεισο.
Πότε μας διάβαζε παραμύθια, πότε μας έλεγε ιστορίες από το μυαλό της και πότε μας τραγούδαγε.
Ακόμη και τα γαλιά της άφηναν που και που το φαϊ τους για να την ακούσουν.
Βλέποντάς την να τρώει το κολατσιό της παρακινούμαστε και μεις και τρώγαμε το δικό μας με όρεξη.
Η μικρή μας εκδρομή και η διασκέδαση δεν κράταγε πάνω από μιάμιση ώρα.
Η Φροσύνη γύριζε με τα γαλιά της στο σπιτικό της και μεις στο δικό μας.
Πέρασαν τα χρόνια.
Μεγάλωσε η Φροσύνη, μεγαλώσαμε και μεις.
Φέτος, στο ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, την παραμονή της γιορτής, στον εσπερινό, τη συνάντησα, ύστερα από πολύ καιρό και τη χαιρέτησα.
Η κόρη της, που τη συνόδευε, έσπευσε να της εξηγήσει ποιος είμαι.
Σήκωσε το κεφάλι της και με ένα ανεπαίσθητο λυπημένο χαμόγελο με κοίταξε στα μάτια.
Την κοίταξα κι εγώ, με τη ματιά μου να τη ρωτάει και να προσπαθεί να μαντέψει την απάντησή της:
‘’Φροσύνη, θυμάσαι εκείνα τα απογεύματα;’’ …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου