Από το βιβλίο μου Μικρές Ιστορίες, που μόλις εκυκλοφόρησε από το Οροπέδιο.
για τον πατέρα μου
Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος
ήσυχος, λιγομίλητος, μάλλον ντροπαλός. Συνήθιζε να κάθεται στην καρέκλα με
σταυρωμένα τα χέρια και χαμηλωμένο το κεφάλι, θυμίζοντας εκείνον τον Κοσμοκαλόγερο,
στη γνώριμη φωτογραφία του, στο καφενείο
της Δεξαμενής.
Ήταν ο
ταχυδρόμος της μικρής μας πόλης, ο πιο παλιός ίσως. Τριατατικός, όπως του άρεσε
να αυτοαποκαλείται. Υπάλληλος, δηλαδή, των τριών ταυ, του Ταχυδρομείου, του
Τηλεφωνείου και του Τηλεγραφείου.
Υπήρξε εποχή που, μόνος του, έκανε τη δουλειά και των τριών μαζί. Κάθε
μέρα, με την πέτσινη σάκα του γεμάτη
γράμματα και τηλεγραφήματα, ξεκίναγε τη διανομή από την αγορά και μετά έπιανε
τις ρούγες.
Τον θυμάμαι με
την υπηρεσιακή του στολή. Σακάκι και παντελόνι από την ίδια γκρι φανέλα και
ομοιόχρωμο πηλίκιο, με το μεταλλικό λογότυπο Τ Τ Τ καρφιτσωμένο
μπροστά. Δίχως, όμως, εκείνη τη μικρούλα σάλπιγγα, που κρατάει πάντα ο ταχυδρόμος, στις ζωγραφιές των παλιών μας αναγνωστικών.
Τέτοια είχε ο αγροτικός διανομέας, που μοίραζε τα γράμματα στα γύρω χωριά,
φτάνοντας μέχρι εκεί με το άλογό του.
Μερικοί συμπολίτες
μου, ογδοντάρηδες πια και βάλε, όταν τύχει να με συναντήσουν, μου κάνουν νόημα
θέλοντας κάτι να μου πουν. Με παίρνουν παράμερα και σχεδόν συνωμοτικά, αν και
έχουν περάσει τόσα χρόνια, μου λένε
χαμηλόφωνα:
«Τον μπαρμπα-Γιάννη, τον
πατέρα σου, δεν τον ξεχνάμε. Ήταν άγιος άνθρωπος. Σοβαρός και εχέμυθος. Τάφος
πραγματικός. Τόσα ερωτικά ραβασάκια μοίρασε στην πόλη και δεν μαθεύτηκε το
παραμικρό. Ας είναι καλά η ψυχούλα του, εκεί που βρίσκεται τώρα».
Αυτή, την παράλληλα
δραστηριότητα του πατέρα μου, την πληροφορήθηκα, για πρώτη μου φορά, από
κείνους τους υπέργηρους συμπολίτες μου. Από τον ίδιο ή τη μητέρα μου δεν είχα
ακούσει τίποτα σχετικό. Δεν θα μπορούσα, ποτέ, να φανταστώ τον πατέρα, με τέτοιο
χαρακτήρα, να διεκπεραιώνει την τότε ερωτική αλληλογραφία. Να μοιράζει, δηλαδή,
μαζί με τα κανονικά γράμματα και τα άλλα, εκείνα δίχως σφραγίδες και
γραμματόσημα…
Πραγματικά
συγκινημένος ευχαριστώ τότε, από
καρδιάς, αυτούς τους ανθρώπους. Δεν
παραλείπω να τους διαβεβαιώσω, ότι το να τον θυμούνται ακόμη και να
λένε τόσα καλά λόγια, αποτελεί για κείνον το καλύτερο μνημόσυνο.
Γιατί, «πεθαίνει πραγματικά κάποιος, όταν παύουν να τον θυμούνται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου