Το μαύρο χάπι
Ο πατέρας μου ζει (;) στην Κρήτη. Είναι 90 χρονών, κατάκοιτος, ζωσµένος µε πάνες ακράτειας και δέχεται τροφή αλεσµένη στο µπλέντερ από µια Ρουµάνα 24ώρου φροντίδας. Από τον θάνατο της µάνας µου και µετά κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Κάποτε ένας λεβεντάντρας, τώρα ένας µελαγχολικός γέρος. ∆υστυχώς ή ευτυχώς, διατηρεί το µυαλό του καθαρό από αµυλώδεις ασβεστώσεις – ήγουν, δεν έχει άνοια. Έχει βέβαια άλλα νοσήµατα.
Όποτε κατεβαίνω στο Ηράκλειο να τον δω και να του κρατήσω λίγη συντροφιά, σέρνοντας µια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του και χαµηλώνοντας τον ήχο στην τηλεόραση, εκείνος µιλάει αχνά και µε κόπο. Μου δείχνει το σώµα του κάτω από τα σκεπάσµατα: «Είναι ζωή αυτή;» µε ρωτάει. Είναι µια ερώτηση που κάνει πρωτίστως στον εαυτό του. Κάθε τόσο µπαίνει στο δωµάτιο η Ρουµάνα και του δίνει ένα χάπι. Ο πατέρας µου παίρνει δεκαπέντε λογιών χάπια σε διαφορετικές ώρες. Αν έλειπε µια µέρα η Ρουµάνα, κανείς δεν θα ήξερε τι να κάνει µε τις δοσολογίες.
Ο πατέρας µου µε κοιτάζει και περιµένει µιαν απάντηση. «Είναι ζωή αυτή;» επαναλαµβάνει. «Όχι», του λέω, «αυτή δεν είναι ζωή». Στρέφει το βλέµµα του προς τα πάνω. «Το όπλο είναι ακόµα στο πατάρι;» µε ρωτάει. Κάθε τίµιο κρητικό σπίτι έχει ένα –τουλάχιστον– όπλο στο πατάρι. «Το όπλο είναι στη θέση του, το ίδιο και οι σφαίρες», τον βεβαιώνω. «Θέλω να µου το κατεβάσεις εδώ», λέει. «Να το έχω δίπλα µου».Ο πατέρας µου πάσχει από Πάρκινσον. «Μα δεν έχεις σταθερό χέρι», του λέω. «Θα µπορούσε να γίνει κάποιο ατύχηµα. Άσε που βάψαµε πρόσφατα τους τοίχους». «∆εν µπορώ άλλο αυτή τη µη-ζωή», λέει.
Καθηλωµένος στο κρεβάτι, υποχείριο των φαρµάκων και της Ρουµάνας, νιώθει αιχµάλωτος µέσα σ’ ένα σώµα που τον έχει εγκαταλείψει από καιρό. «Μακάρι να είχα να σου δώσω το µαύρο χάπι», λέω. «Τι είναι το µαύρο χάπι;» µε ρωτάει. «Ένα χάπι που σου εξασφαλίζει ήσυχο θάνατο», µονολογώ κοιτάζοντας πέρα, στην αυλή. «Θέλω να µου βρεις αυτό το µαύρο χάπι», λέει. «∆υστυχώς, δεν υπάρχει», αναστενάζω. «Λέω επίµονα στους φίλους µου γιατρούς ότι το µαύρο χάπι θα ήταν µια σπουδαία εφεύρεση, ίσως πιο σπουδαία κι από τη θεραπεία της φαλάκρας». Ο πατέρας µου χαµογελάει θλιµµένα.
Είναι φαλακρός – κι εγώ µε τη σειρά µου κληρονόµησα αυτό το άθλιο γονίδιο. «Τώρα γέρασες κι εσύ», µου λέει. «Τι να τα κάνεις τα µαλλιά;» Εξανίσταµαι φουρκισµένος. «Αν είχα µαλλιά θα φαινόµουν δέκα χρόνια νεότερος», λέω.
Ο πατέρας µου µοιάζει να βαρέθηκε ξαφνικά την κουβέντα µας και βυθίζεται σ’ έναν λήθαργο. Έτσι είναι την υπόλοιπη µέρα –κάθε µέρα–, µε φωτεινά διαλείµµατα τις ώρες του φαγητού και των χαπιών. Ο πατέρας µου δεν είναι πια ένας ευτυχής ένοικος της ζωής, είναι ένας δυστυχισµένος πελάτης της φαρµακοβιοµηχανίας. Η κοινωνία θα έπρεπε κάποτε να συζητήσει ανοιχτά για το δικαίωµα του ανθρώπου στον θάνατο. Να διαβάσει ξανά την Απολογία του Σωκράτη. Και να απαιτήσει από την επιστηµονική κοινότητα το Μαύρο Χάπι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου