«Το θαυμαστικό»
Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Εφήμ Περεκλάντιν, «υπουργικός γραμματεύς», πλάγιασε πολύ άκεφος. Ένιωθε πως τον είχαν προσβάλει βαριά.
-Παράτα με, μάγισσα! ούρλιαξε με κακία μόλις τον ρώτησε η γυναίκα του παραξενεμένη για το κατσούφικο ύφος του.
Εκείνο το βράδυ βρισκόταν σε μια διασκέδαση και είχε ακούσει πολλά δυσάρεστα πράματα που τον πλήγωσαν κατάκαρδα. Στην αρχή μιλούσαν για τη σημασία που έχει γενικά η μόρφωση, ύστερα η συζήτηση πέρασε, έτσι χωρίς να το καταλάβουν, στα προσόντα που χρειάζονται για να γίνει κανείς δημόσιος υπάλληλος. Και επειδή δεν έχεις ανάγκη και πολύ σπουδαία φόντα για να τρυπώσεις σε μια δημόσια υπηρεσία, το θέμα έγινε αφορμή σε πικρόχολες παρατηρήσεις, παρεξηγήσεις και πειραχτικά σχόλια. Στο τέλος, όπως γίνεται πάντοτε σε κάθε ρούσικη παρέα, το γενικό ζήτημα μετατοπίστηκε σε προσωπικές περιπτώσεις.
-Θέλετε παράδειγμα; Ορίστε! Εσείς κύριε Περεκλάντιν. Έχετε μια σπουδαία θέση… αλλά ποια είναι η μόρφωσή σας;
- Καμιά, κύριε. Στη δική μου υπηρεσία δε χρειάζεται μόρφωση, αποκρίθηκε με μετριοφροσύνη ο Περεκλάντιν. Φτάνει να ξέρεις ορθογραφία.
- Και πού μάθατε εσείς ορθογραφία;
- Η συνήθεια, κύριε… Σαράντα χρόνια υπηρεσία, μαθαίνει το χέρι. Βέβαια στην αρχή ήταν κάπως δύσκολα, έκανα λάθη αλλά με την καθημερινή ρουτίνα έμαθα.
- Και η στίξη;
- Και η στίξη το ίδιο… δεν κάνω λάθη.
- Χμ!... έκανε ο νεαρός ενοχλημένος. Η συνήθεια όμως δεν είναι το ίδιο πράμα με τη μόρφωση. Δε φτάνει να ξέρεις πού θα βάλεις τις οξείες και τις περισπωμένες… όχι κύριε! Πρέπει να ξέρεις και γιατί! Όταν βάζεις κόμμα, να πούμε, πρέπει να ξέρεις για ποιο λόγο βάζεις κόμμα… μάλιστα κύριε! Και η αυτόματη ορθογραφία σας… η ανακλαστική… δεν αξίζει καπίκι… Είναι μηχανική δουλειά και τίποτα παραπάνω.
Ο Περεκλάντιν δεν έβγαλε μιλιά, χαμογέλασε μάλιστα με μετριοφροσύνη. (Ο νεαρός ήταν γιος κρατικού συμβούλου πέμπτης τάξεως και ο ίδιος ήταν κιόλας δημόσιος υπάλληλος δέκατου βαθμού). Αλλά τώρα που πλάγιασε άφησε να ξεσπάσουν η αγανάκτηση και ο θυμός του.
-Σαράντα χρόνια υπηρεσία δε μου είπε κανείς κουβέντα και έρχεται αυτός να μου κάνει τον έξυπνο. Αυτόματη ορθογραφία… ανακλαστική!... Μηχανική δουλειά! Μπορεί να καταλαβαίνω εγώ καλύτερα από σένα και ας μην πήγα σε πανεπιστήμια».
Αφού έλουσε το νεαρό με όλα τα επίθετα που είχε το υβρεολόγιό του και ζεστάθηκε κάτω από τις κουβέρτες ξαναβρήκε τη γαλήνη του.
-Ξέρω… καταλαβαίνω… συλλογιζόταν μισοκοιμισμένος. Δεν βάζω ποτέ άνω τελεία εκεί που χρειάζεται κόμμα, έχω συνείδηση λοιπόν τι κάνω, ξέρω. Μάλιστα… έτσι είναι νεαρέ μου! Πρέπει να στρωθείς πρώτα στην καρέκλα, να δουλέψεις κάμποσα χρονάκια και ύστερα να κρίνεις τους γέρους».
Στα γλαρωμένα μάτια του Περεκλάντιν πέρασε ξαφνικά ένα φωτεινό κόμμα σαν μετέωρο ανάμεσα σε τούφες πηχτά μαύρα σύννεφα που του χαμογελούσαν. Ένα άλλο, και άλλο, και άλλο ακόμη και σε λίγο ολάκερος ο απέραντος μαύρος φόντος, που απλωνόταν στον ουρανό της φαντασίας του πλημμύρισε φωτεινά, φτερωτά κόμματα.
«Ας πάρουμε αυτά τα κόμματα για παράδειγμα, συλλογιζόταν ο Περεκλάντιν, που ένιωθε το κορμί του να ποτίζεται από μια γλυκιά νάρκη, τα ξέρω πολύ καλα… Είμαι ικανός, αν θέλεις, να βρω για το καθένα τη θέση που του ταιριάζει και… ενσυνειδήτως, όχι στην τύχη… Δοκίμασέ με και θα δεις… Όσο μπερδεμένο είναι το κείμενο τόσο περισσότερα κόμματα χρειάζεται. Κόμμα βάζω πάντοτε μπροστά στο «ο οποίος, η οποία, το οποίον» και στο «ότι», όταν είναι αναφορικό. Όταν γράφεις μια κατάσταση των υπαλλήλων πρέπει να βάζεις κόμμα ύστερα από κάθε όνομα. Το ξέρω».
Τα χρυσά κόμματα, έπεσαν ξαφνικά σαν βροχή και έσβησαν. Στον απέραντο μαύρο φόντο, πρόβαλαν κατακόκκινες τελείες.
«Τελεία βάζουμε όταν τελειώνουμε… Επίσης όταν θέλουμε να δείξουμε το σημείο που πρέπει να γίνει μια μεγάλη διακοπή για να κοιτάξουμε τον ακροατή. Τελεία βάζουμε στο τέλος των μεγάλων παραγράφων για να μην πιάνεται η ανάσα του γραμματικού που θα διαβάσει το κείμενο. Πουθενά αλλού».
Οι τελείες παιγνίδισαν, στριφογύρισαν και ο Περεκλάντιν είδε να προβάλλει μια ολόκληρη στρατιά από «δυο τελείες».
«Πού βάζουμε δύο τελείες; Δύο τελείες βάζουμε μετά το «αποφασίζομεν» και «διατάσσομεν…»
Οι τελείες χάθηκαν και ήρθε η σειρά των ερωτηματικών. Ξεχύθηκαν από τα σύννεφα και άρχισαν να χορεύουν καν-καν.
«Το ερωτηματικό; Έχουν δει τα μάτια μου τέτοια! Και χίλια να μου δώσεις κάπου θα βρω να τα βολέψω. Το βάζουμε πάντοτε όταν θέλουμε να ρωτήσουμε για κάτι ή όταν θέλουμε να ζητήσουμε πληροφορίες για ένα έγγραφο… «Πού υπεβλήθη ο απολογισμός του τάδε έτους;» ή «το αστυνομικόν τμήμα έχει πληροφορίας περί της σημερινής κατοικίας του Ιβάνοφ; κτλ.».
Τα ερωτηματικά αναποδογύρισαν, ίσιωσε η μαγκουρίτσα τους και με μιας σαν να υπάκουσαν σε κάποιο παράγγελμα έγιναν θαυμαστικά.
«Χμ!... Αυτό το «σημείο της στίξεως» μεταχειριζόμαστε πολύ συχνά στα γράμματα «Αγαπητέ κύριε!» ή «Εξοχότατε, πατέρα και ευεργέτη!...» Και στα υπηρεσιακά έγγραφα όταν… μα πότε;»
Τα θαυμαστικά έκαναν ένα σάλτο μπροστά, κορδώθηκαν ακόμα περισσότερο και στάθηκαν εκεί ασάλευτα περιμένοντας…
«Στα υπηρεσιακά έγγραφα, όταν… χμ! πώς να το πω; Χμ!... Αλήθεια πότε βάζουμε θαυμαστικό; Στάσου… να θυμηθώ… Χμ!...»
Ο Περεκλάντιν άνοιξε τα μάτια του και γύρισε από το άλλο πλευρό. Μόλις όμως έκλεισε τα βλέφαρά του, να ‘σου τα θαυμαστικά πρόβαλαν πάλι στο μαύρο φόντο.
«Να πάρει ο διάβολος!... Πότε πρέπει να βάλουμε θαυμαστικό; συλλογιζόταν πασχίζοντας να αποδιώξει από τη φαντασία του αυτούς τους ενοχλητικούς επισκέπτες. Το ξέχασα λοιπόν; Βέβαια, ή το ξέχασα ή δεν έβαλα ποτέ…»
Άρχισε να ξαναζωντανεύουν στη θύμησή του τα έγγραφα που είχε συντάξει στα σαράντα χρόνια της υπαλληλικής του ζωής. Βασάνισε τη σκέψη του, έστυψε το μυαλό του, τίποτα! Ο Περεκλάντιν κατσούφιασε! Σε όλο αυτό το ταξίδι στα περασμένα δε βρήκε ούτε ένα θαυμαστικό.
-Μα είναι καταπληκτικό! Γράφω σαράντα ολόκληρα χρόνια, δεν έχω βάλει ούτε μια φορά θαυμαστικό… Χμ! Πού διάβολο μπαίνει αυτός ο μπελάς;»
Πίσω από το σωρό των θαυμαστικών πρόβαλε η μορφή του νεαρού που τον κοιτούσε με ένα σατανικό χαμόγελο. Ακόμα και τα θαυμαστικά του χαμογελούσαν περιπαιχτικά και όλο μεγάλωναν, μεγάλωναν, έτσι που στο τέλος ορθώθηκαν μπροστά του κάτι θαυμαστικά γίγαντες.
Ο Περεκλάντιν κούνησε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια.
«Ο Θεός ξέρει», συλλογιζόταν. «Πρέπει να σηκωθώ πρωί πρωί για το γραφείο. Κι αυτή η ιδέα έχει γαντζωθεί στο μυαλό μου… Ουφ!... Μα… πότε βάζουμε θαυμαστικό; Ορίστε, καμάρωσε τώρα την πείρα σου! Σαράντα χρόνια υπηρεσία, ούτε ένα θαυμαστικό!»
Σταυροκοπήθηκε και έκλεισε τα μάτια, μα τα ξανάνοιξε αμέσως. Εκείνα τα τεράστια θαυμαστικά παραφύλαγαν πάντοτε ασάλευτα πάνω στο μαύρο φόντο.
«Ουφ! Δεν θα κλείσω μάτι απόψε».
-Μάρθα! ψιθύρισε και σκούντησε τη γυναίκα του που πάντοτε καμάρωνε για τα χρόνια που πέρασε εσωτερική στο λύκειο. Ξέρεις, μάτια μου, πού βάζουμε θαυμαστικό όταν γράφουμε;
- Και βέβαια ξέρω! Εφτά χρόνια έμεινα εσωτερική. Ξέρω όλη τη γραμματική απ’ έξω και ανακατωτά. Αυτό το σημείον στίξεως χρησιμοποιείται εις τας προσφωνήσεις, τας αναφωνήσεις και όταν θέλομεν να εκφράσωμεν ενθουσιασμόν, αγανάκτησιν, χαράν, οργήν και άλλα συναισθήματα.
«Ωραία!»… συλλογιζόταν ο Περεκλάντιν. «Ενθουσιασμόν, αγανάκτησιν, χαράν, οργήν και άλλα συναισθήματα…»
Ο υπουργικός γραμματεύς βυθίστηκε στις σκέψεις του. Σαράντα χρόνια μουτζούρωνε χαρτιά, είχε γεμίσει χιλιάδες κόλλες, μυριάδες και όμως δε θυμάται ούτε μια μονάχα γραμμή που να εκφράζει ενθουσιασμό, αγανάκτηση ή κάτι τέτοιο.
«Και άλλα συναισθήματα… συλλογιζόταν. Μα τι χρειάζονται τα συναισθήματα στα υπηρεσιακά έγγραφα; Ακόμα και ένας αναίσθητος μπορεί να τα συντάξει…»
Η μορφή του νεαρού ξαναπρόβαλε στο βάθος. Γερμένος πίσω από ένα θαυμαστικό κοιτούσε με σατανικόν χαμόγελο τον άτυχο υπουργικό γραμματέα. Ο Περεκλάντιν ανασηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι. Το κεφάλι του κουδούνιζε και ο ιδρώτας μούσκευε το μέτωπό του… Το καντήλι έριχνε στο εικονοστάσι μια γλυκιά λάμψη, τα έπιπλα είχαν κάτι χαρούμενο, φροντισμένο, από όλα τα πράματα αναδινόταν κάτι απαλό, η παρουσία του γυναικείου χεριού. Μα ο δύστυχος ο γραμματικός ένιωθε ανατριχίλες και έτρεμε σύγκορμος σαν να τον θέριζε τύφος. Το θαυμαστικό στεκόταν εκεί, όχι πια πίσω από τα κατεβασμένα βλέφαρά του, μα μπροστά στα μάτια του εκεί μέσα στην κρεβατοκάμαρα πλάι στην τουαλέτα της γυναίκας του και του πετούσε κοροϊδευτικά βλέμματα.
-Είσαι μηχανή! μηχανή! του ψιθύριζε το φάντασμα κι ένιωθε στο πρόσωπο τη στεγνή, παγερή ανάσα του… Μηχανή… Αναίσθητο κούτσουρο!...
Ο Περεκλάντιν κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματα, μα το φάντασμα ξαναπρόβαλε μπροστά του. Κόλλησε το πρόσωπο στον ώμο της γυναίκας του μα κείνο ορθώθηκε απειλητικό πίσω από τον ώμο της… Μαρτύρησε όλη τη νύχτα. Μα και το πρωί δεν τον άφησε στιγμή το φάντασμα. Το έβλεπε παντού: στα παπούτσια όταν τα φορούσε, στο φλιτζάνι του τσαγιού, στο παράσημο του αγίου Στανισλάου που κρεμόταν στο πέτο του.
«Και άλλα συναισθήματα… σκεφτόταν. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πουθενά συναισθήματα. Θα πάω να υπογράψω το βιβλίο συγχαρητηρίων στη γιορτή του διευθυντή μου, μα μήπως εκδηλώνεις μ’ αυτό κανένα αίσθημα; Γράφεις έτσι, στην τύχη… Μηχανή για χρόνια πολλά…»
Βγαίνοντας στο δρόμο φώναξε ένα έλκηθρο και καθώς πλησίαζε ο αμαξάς νόμισε πως αντί έλκηθρο ερχόταν καταπάνω του ένα πελώριο θαυμαστικό.
Πέρασε το κατώφλι του γραφείου και ο κλητήρας τού φάνηκε σαν θαυμαστικό. Όλα του μιλούσαν για ενθουσιασμό, αγανάκτηση, οργή. Έπιασε τον κοντυλοφόρο και νόμισε πως κρατούσε ένα θαυμαστικό στα δάχτυλά του… Ο Περεκλάντιν βούτηξε την πέννα στο καλαμάρι και υπόγραψε:
«Εφήμ Περεκλάντιν, γραμματεύς ! ! ! »
Και απλώνοντας αυτά τα τρία θαυμαστικά στην αράδα δοκίμαζε ενθουσιασμό, αγανάκτηση, χαρά και την ίδια στιγμή έβραζε από το κακό του.
-Για κοίτα! Για κοίτα! Μουρμούρισε καρφώνοντας το βλέμμα στον κοντυλοφόρο.
Το φωτεινό θαυμαστικό ικανοποιημένο πια εξαφανίστηκε.
Από το blog ''Είμαι στα χάη μου''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου