Η νύφη
Πάνε τη νύφη στην εκκλησιά.
Το αγόρι, μπροστά, με
κασκέτο και κοντό παντελονάκι.
Βαστάει τον δίσκο με τα
κουφέτα.
Πλάι του, η αδελφή του,
γλυκιά, όλο χάρη.
Με φουστανάκι όμορφο,
τσαντούλα και καπελίνο.
Έχει στα χέρια της την
ανθοδέσμη.
Λίγο πιο πίσω, η γιαγιά
τους,
με το τσεμπέρι και τα πολλά
της χρόνια.
Η μητέρα τους, στη δεύτερη
σειρά.
Σοβαρή, με απλό, καλοραμμένο
φόρεμα.
Κρατάει τη νύφη, από το ’να
μπράτσο.
Την έχει βαφτιστήρα.
Από τ’ άλλο, ο πατέρας της.
Άνθρωπος φτωχός, του μόχθου.
Έβαλε, για τη μέρα, τα καλά
του.
Εκείνη, μοναχοκόρη όμορφη,
με πέπλο κι άσπρο νυφικό.
Είναι σκεφτική.
Πού να τρέχει ο λογισμός
της, άραγε;
Και το συμπεθεριό, ολάκερο,
να ακολουθάει.
Θα ’ταν άνοιξη του ’57…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου