Στο τραγί
Τότε, θυμάμαι,
είχαμε πάντοτε στο σπιτικό μας απαραιτήτως και μια γίδα. Μαζί με το γαϊδούρι
και τον Αηδόνη, τον σκύλο μας, κάνανε αχώριστη τριάδα. Γάτες είχαμε κάμποσες,
κατά καιρούς, στην αυλή, αλλά δεν έμπαιναν ποτέ μέσα στο σπίτι. Η μητέρα τις
είχε πάρει από φόβο, μη μας κολλήσουν καμιά αρρώστια, όπως έλεγε.
Από τη γίδα,
είχαμε εξασφαλισμένο το καθημερινό μας γάλα, αλλά και το κατσικάκι για το
πασχαλινό τραπέζι. Εάν το γάλα της ήταν πολύ, όσο περίσσευε η μητέρα το έπηζε
μυζήθρα.
Κάθε απόγευμα
μετά τη μεσημεριανή του σιέστα, ο πατέρας έδενε το σχοινί της γίδας από το
κολιτσάκι[1]
του σαμαριού, καβάλαγε το γαϊδούρι και πήγαιναν εν πομπή στο κτήμα μας, λίγο
πιο πάνω από τον σταθμό του τραίνου. Τους καλωσόριζε ο Αηδόνης με τα γρυλίσματά
του, δεμένος μονίμως δίπλα στη σκάλα του σπιτιού, άγρυπνος φύλακάς μας. Έβρισκε,
μετά, ο πατέρας ίσκιο για το γαϊδούρι κάτω από τις ελιές, τάιζε με τα
μεσημεριάτικα αποφάγια μας τον σκύλο και έβαζε τη γίδα να βοσκήσει στο περιβόλι
φρέσκο χορτάρι.
Αυτό γινόταν
κάθε απόγευμα, ήταν η καθημερινή διασκέδαση του πατέρα, η μικρή του απόδρασή.
Στο καφενείο σπάνια πατούσε το πόδι του, πήγαινε μόνον όταν ήθελε να συναντήσει
έναν από τους δυο γιατρούς μας ή να βρει κάποιον εργάτη για τις δουλειές του
κτήματος.
Στο κτήμα,
είχαμε ένα μικρό σπιτάκι, που αποτελούσε το εξοχικό μας. Εκεί ξεκαλοκαιριάζαμε
κάθε χρόνο. Το άλλο μας σπίτι, στην πόλη, ήταν μεγάλο με πέντε δωμάτια. Οι
γονείς μας τους θερινούς μήνες το νοίκιαζαν σε λουόμενους, που έφταναν για να
κάνουν μπάνια στα ιαματικά λουτρά του γειτονικού μας Καϊάφα. Μ’ αυτόν τον τρόπο
συμπλήρωναν κάπως τον προϋπολογισμό της
χρονιάς.
Γύρω στο
δεκαπενταύγουστο, ακούγαμε τη μητέρα μας να λέει, με νόημα, στον πατέρα:
«Γιάννη, η γίδα ζητάει, πρέπει να την πάμε στο τραγί». Το απόγευμα λοιπόν της
ίδιας μέρας, έχοντας και μένα παρέα, για να κρατάω το σχοινί της γίδας,
παίρναμε τον δρόμο για το τραγί. Ήταν ένα στενό χωματένιο μονοπάτι, μέσα από
σταφίδες και λιοστάσια. Περνώντας το Μπισχινέικο γεφύρι, στρίβαμε
αριστερά και ανηφορίζαμε τον λόφο. Μετά από λίγο η βαριά μυρουδιά της βαρβατίλας, που
ερχόταν από το τραγί, έσπαζε τις μύτες μας. Ήταν σημάδι ότι φτάναμε στο ξαμόνι του κυρ Αντρέα.
Η κυρά
Μαρίτσα, η γυναίκα του, μας καλωσόριζε και αναλάβαινε να οδηγήσει τη γίδα μας
στον χώρο, όπου περίμεναν τη σειρά τους και άλλες γίδες, σαν σε αίθουσα
αναμονής ιατρείου. Λίγο παράμερα, κάτω από μια τεράστια βελανιδιά, ο τράγος
δεμένος με ένα μακρύ σχοινί, μας ατένιζε όλο καμάρι και αλαζονεία. Ήταν αρκετά
ψηλότερος από τις γίδες, με μακρύ κατάμαυρο μαλλί, μεγάλα κέρατα και έδειχνε σίγουρος για τον ρόλο του. Άξιος
επιβήτορας. «Ελάτε πάλι μεθαύριο», μας έλεγε η κυρα Μαρίτσα κι εμείς παίρναμε
τον δρόμο του γυρισμού.
Τη μεθεπόμενη
κάναμε πάλι το ίδιο δρομολόγιο. Η κυρα Μαρίτσα διαβεβαίωνε τη μητέρα ότι όλα
πήγαν κατ’ ευχή, εισέπραττε την αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών του τράγου της
και μας παρέδινε τη γίδα. Φεύγαμε απόλυτα ικανοποιημένοι και πεπεισμένοι ότι κι
αυτή τη χρονιά το μαρκάλισμα της γίδας μας από το τραγί της κυρα Μαρίτσας είχε
στεφτεί από επιτυχία…
Οι μέρες
κυλούσαν και η κοιλιά της γίδας μας όλο και φούσκωνε. Μετά τα Χριστούγεννα,
συνήθως μέσα του Γενάρη, είχαμε τα
γεννητούρια. Τις περισσότερες χρονιές γένναγε από δυο πανέμορφα κατσικάκια.
Στην ώρα της
γέννας, η μητέρα φρόντιζε με τον τρόπο της, να μην είμαστε αυτόπτες μάρτυρες
εγώ και η αδελφή μου. Φαίνεται ότι το έκανε από τον φόβο της μήπως το θέαμα δεν
ήταν για τα παιδικά μας μάτια. Θυμάμαι ότι πάντα μας φώναζε να δούμε τα
νεογέννητα, όταν πλέον και με τη δική της βοήθεια η επώδυνη διαδικασία της γέννας
είχε τελειώσει. Βρίσκαμε τα μικρούλικα κατσικάκια όρθια να προσπαθούν να κάνουν
τα πρώτα τους βήματα και τη λεχώνα, αποκαμωμένη από την ταλαιπωρία, πότε να τα
γλείφει στοργικά και πότε να τα βυζαίνει. Το ίδιο βράδυ η μητέρα, από το
πρωτόγαλο της γίδας μας, έψηνε στη μπουγάνα[2]
το πεντανόστιμο σκορκοφίγκι[3].
Πολλά χρόνια
αργότερα, θα μπουν στη ζωή μας γλυκίσματα με παράξενα ονόματα, όπως τσιζ-κέικ,
πανακότα, καζαν-ντιμπί, αλλά και με ιδιαίτερες γεύσεις.
Με κείνο όμως το σκορκοφίγκι, όπως τουλάχιστον το θυμάμαι τώρα, πιστεύω ότι δεν μπορούν να συγκριθούν. Αν
μάλιστα τύχαινε να ξεχαστεί λίγο η μητέρα να το βγάλει από τη μπουγάνα και της
ξεροψηνόταν, τότε ήταν που τα άλλα δεν
θα ’πιαναν μπάζα μπροστά του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου