Κάρα, καρολόγοι
και
Σωματείο Φορτοεκφορτωτών
Τα χρόνια, γύρω στο ’60, πριν ακόμη περάσει ο εθνικός δρόμος από την πόλη μας και ακόμη πιο παλιά, η διακίνηση όλων των αγαθών, όπως τα εμπορεύματα των μαγαζιών, τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, τα λιπάσματα, καθώς και τα οικοδομικά υλικά, γινόταν αποκλειστικά με τα κάρα.
Οι νοικοκυραίοι μόνο μικρές ποσότητες μπορούσαν να μεταφέρουν με τα ζώα τους, άλογα και γαϊδούρια.
Για τον λόγο αυτόν τα κάρα, τότε, ήσαν πολλά, όπως άλλωστε και οι καρολόγοι.
Αναφέρω μερικούς:
Ο Μήτσος ο Κακαβούλης, ο Γιαννάκος ο Περδίκης, ο Περικλής ο Δαμικούκας, ο Γιώρης ο Τερζής ή Μπαρέλας, ο Κώστας ο Σάσσαλος, ο Χρήστος ο Σαριδέλης ή Κοψοχείλης, ο Αντρέας ο Δρακόπουλος, ο Άγης ο Κάκας, ο Νιόνιος ο Χριστοδουλόπουλος ή Τζίμης, ο Νιόνιος ο Νικολόπουλος ή Γατζούνης, ο Σπύρος ο Μπολιάρης ή Κούλης, ο Κυριακόπουλος ή Ψούλης, ο Θεμιστοκλής ο Γεωργούλιας ή Μούστος κ.ά.
Τότε, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων, από και προς την πόλη μας, γίνονταν με τα τραίνα.
Εκεί, στον σταθμό, περίμεναν τα κάρα για να φορτώσουν και να φέρουν στην αγορά τα εμπορεύματα που έφθαναν.
Οι περισσότεροι δρόμοι, εκτός του κεντρικού της αγοράς, που ήταν μισοστρωμένος με άσφαλτο, ήσαν χωματένιοι και υπήρχαν και μερικά καλντερίμια.
Τους χειμωνιάτικους μήνες, με τις πολλές βροχές, οι ρόδες των κάρων και τα πόδια των αλόγων ήσαν χωμένα στη λάσπη μέχρι τη μέση, τους δε καλοκαιρινούς μέσα στον μπουχό.
Τα κάρα τα σέρνανε μεγαλόσωμα, όμορφα, άλογα με φουντωτές ουρές και πλατιά πέλματα.
Όλη τη μέρα, αγόγγυστα, πήγαιναν εδώ και κει κουβαλώντας τα βαριά φορτία τους.
Όταν το κάρο ήταν ξεφόρτωτο και ο καρολόγος είχε κέφια χτύπαγε με τη βίτσα το άλογο για να τρέξει καλπάζοντας.
Στα παιδικά μας μάτια, τότε, το όλον θέαμα φάνταζε σαν σκηνή από καουμπόικη ταινία.
Που και που οι καρολόγοι, μας έκαναν το χατίρι στα πολλά παρακάλια μας και μας ανέβαζαν στη καρότσα, γλυτώνοντάς μας, έτσι, από λίγο ποδαρόδρομο.
Αργότερα, όταν πέρασε ο εθνικός δρόμος, στη διακίνηση των αγαθών προστέθηκαν φορτηγά και τρίκυκλα.
Θυμάμαι το πρώτο φορτηγό, μάρκας Ντόιτς, που το είχε, νομίζω, ο Γιάννης ο Σώκας.
Όταν έπαψε πια να λειτουργεί, ήταν παρατημένο για χρόνια στη γειτονιά μου και πάνω του περνάγαμε ώρες ατέλειωτες, έχοντάς το για το καλύτερό μας παιχνίδι.
Το φόρτωμα και ξεφόρτωμα των μεγάλων φορτίων, όπως λιπάσματα, σακιά με τσιμέντο, τσουβάλια με σταφίδα, τελάρα με ντομάτα κ.ά. διεκπεραίωνε το "Σωματείο Φορτοεκφορτωτών, Ξηράς, Ζαχάρως", όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του.
Προϊστάμενος του σωματίου, για την εύρυθμη λειτουργία του, ήταν ο εκάστοτε Διοικητής του τοπικού τμήματος της Χωροφυλακής.
Το σωματείο είχε καταστατικό, σφραγίδα και Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών.
Αποτελείτο από μόνιμα μέλη και κατά κάποιο τρόπο ήταν "κλειστό".
Για να προστεθεί ένα νέο μέλος έπρεπε οι υπόλοιποι να το αποφασίσουν με μεγάλη φειδώ και περίσκεψη.
Ας θυμηθούμε μερικούς του σωματείου:
Ο Νίκος ο Κοκώνης, πρόεδρος για πολλά χρόνια, ο Γιάννης ο Αθούλης ή Τσάος, ο Χρήστος ο Αποστολόπουλος ή Κοψοχείλης, ο Γιώρης ο Γεωργακόπουλος ή Ρόκας, ο Νέγκας, ο Σταύρος Νικολόπουλος ή Κολοκύθης, ο Δήμος Νικολόπουλος ή Καλύβας, ο Χρήστος Κοτσανάδας ή Ντίντας, ο Γιώρης και Τάκης ο Φάκαλος και προς το τέλος ο Μήτσος ο Γκότσης.
Μόλις τέλειωναν ένα φόρτωμα ή ένα ξεφόρτωμα τους βλέπαμε να κατευθύνονται εν πομπή, ο ένας πίσω από τον άλλον, στην ταβέρνα της Σώκαινας ή στο υπόγειο κρασοπουλειό του Γιώργαρου, κάτω από το καφενείο του Μανιάτη, στη πίσω του μεριά.
Πήγαιναν εκεί για να πάρουν μιαν ανάσα, πίνοντας κανά ποτηράκι.
Μεταξύ τους δεν έλειπαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα.
Χρησιμοποιούσαν, μάλιστα, κωδικές λέξεις και φράσεις, όπως "ίσα ρε μάγκες", "ξηγιέσαι σακούλα" κ.λ.π.
Στη δουλειά τους είχαν ριγμένο στους ώμους τους από ένα άδειο τσουβάλι, για να μην λερώνουν τα ρούχα τους και μερικοί έδεναν στη μέση τους, δυο τρεις γύρες, ένα πλατύ ζωνάρι.
Το ζωνάρι τους βόηθαγε, φαίνεται, να σηκώνουν μεγάλα βάρη και ταυτόχρονα να προστατεύουν τη μέση τους από λουμπάγκο.
Με τα χρόνια, η χρήση νέων τρόπων και μηχανημάτων στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα μεγάλων φορτίων, όπως κλαρκς κ.ά., περιόρισε την αναγκαιότητα ύπαρξης του σωματίου και κάποια μέρα, μοιραία, ήλθε το τέλος του, φέρνοντας μαζί του και τη συνταξιοδότηση των μελών του…
Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω τους συμπολίτες μου Βασίλη Στολάκη και Αντώνη Κόντο, που με τις πληροφορίες τους με βοήθησαν στη σύνταξη του παρόντος κειμένου.
Μπράβο ρε Κώστα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ανώνυμος και σαχλαμάρες, αλλάξανε τα κόλπα οι γκουγκλαιοι και μου βγάλανε την πίστη: ο Δημήτρης ο Κουκουλας είμαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Δημήτρη και καλό μήνα, από το ''ρε Κώστα'' κατάλαβα ότι είσαι εσύ, να είσαι πάντα καλά και να τα λέμε!
ΔιαγραφήΣυγχαρητήρια, αγαπητέ Κώστα, για το εξαιρετικό σου κείμενο, που εξιστορεί, για μια ακόμα φορά, με γλαφυρό τρόπο, δρώμενα της αγαπημένης σου Ζαχάρως και μας τέρπει με την ανάγνωσή του!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα!.