Αφιέρωμα στον Κώστα
Περδίκη, απ’ αφορμή το βιβλίο του ʺΜΑΤΙΕΣʺ.
Το πιο κάτω κείμενο
εκφωνήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ζαχάρως
την Παρασκευή 16/08/2019, κατά την
παρουσίαση του βιβλίου του.
Δεν συνηθίζω
να εκφέρω δημόσια γνώμη για έργα συμμαθητών μου. Όμως ο Κώστας ο Περδίκης
αποτελεί τώρα την εξαίρεση του κανόνα, που απ’ ότι φαίνεται δεν έπαψε να μας
αιφνιδιάζει με τις ολοένα και πιο γλαφυρές δημιουργίες του.
Επανακάμπτει
στην καθιερωμένη πλέον θεματογραφία του, χωρίς να δείχνει το παραμικρό ίχνος
κόπωσης. Με αστείρευτη αντοχή, μετά τη ʺΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝΗʺ και τις ʺΜΙΚΡΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣʺ, πνευματικές του δημιουργίες στο παρελθόν, τώρα επέλεξε για να στεγάσει τα σχετικά σύντομα διηγήματά του,
αληθινές ιστορίες που βίωσε, κάτω από τον γενικό τίτλο ʺΜΑΤΙΕΣʺ.
Ο Κώστας ο
Περδίκης επιχειρεί μια κατάβαση στα χρόνια της αθωότητας, απλώνοντας σε 110
σελίδες γεγονότα και καταστάσεις με βάση τον οικογενειακό του περίγυρο,
(πατέρας, μητέρα, αδελφή Δημητρούλα, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι του), περιγράφοντας
τους μόχθους, τις χαρές και τις πίκρες τους, δηλαδή την καθημερινότητά τους.
Περιπλανιέται
όμως και σε άλλα πρόσωπα, που άφησαν το δικό τους στίγμα, το ανεξίτηλο,
(γερο-Σχολάρχης, οδοντογιατρός Ηλιακόπουλος, η ψυχοκόρη Κωστούλα η ʺεράσμιαʺ, η
ʺΣκούναʺ, ο καλός του γείτονας ο μπαρμπα- Χρίστος, ο τσαγκάρης), ιχνηλατώντας
βιώματα της παιδικής του ηλικίας, πολύτιμα θραύσματα μιας εποχής που έχει πλέον
απολεσθεί.
Αν και το
συγγραφικό του ταξίδι άρχισε κάπως όψιμα, εν τούτοις καταγράφει μαεστρικά τα
ψυχογραφικά πορτραίτα των ηρώων του και μας ξεναγεί με μια καλλιεργημένη απλότητα,
με τον τρόπο που εκείνος ξέρει, στα νοσταλγικά εκείνα βιώματα της μακρινής
10ετίας του πενήντα ’50 και του ’60, αποτυπώνοντας ψηφίδες μιας τοιχογραφίας
που μας παραπέμπουν, θα ’λεγα, σε ασπρόμαυρο φιλμ της εποχής…
Μια κιβωτός
αναμνήσεων, λοιπόν, με χαρακτηριστικές φιγούρες, τον υπερκινητικό Σταύρο, τον
ʺΜασίσταʺ και τον καλό μας Χρίστο Καρτινό, τον παγωτατζή, που μας πρόσφερε
χειμωνιάτικα, στα διαλείμματα του σχολείου, το λαχταριστό του παντεσπάνι: τη
σάμαλη με το γρι-γρι, όπως έλεγε, συγχωρεμένοι και οι δυο τους τώρα, όπως και ο
σέμπρος τους, ο Χρίστος, που σχεδόν πάντα τον έβρισκες, όταν έπεφτε το
σούρουπο, στον Μαύρο Γάτο, το μικρό εκείνο κρασοπουλειό της κάτω αγοράς, αφημένον
στη χαλαρότητά και τη ζάλη του ποτού.
Βεβαίως και
στα θεάματα, ένα είδος περιπλανώμενων θιάσων δρόμου -μπουλοκιών, αρκουδιαρέων,
φακίρηδων, κ.λ.π.- και όχι μόνον, μια μορφή ή μια παραλλαγή Ελληνικής ʺCommedia Dell’Arteʺ. ΄Είναι αυτοί που αποτέλεσαν μια ανάσα δροσιάς και
πολιτισμού σ’ αυτές τις αλλοτινές εποχές, στην τότε κλειστή μας κοινωνία…
Διατρέχοντας
τις σελίδες της ιδιαίτερα φροντισμένης αυτής έκδοσης, ο συγγραφέας καταφεύγει
και στη φύση με το μεγαλείο της, στοχαζόμενος (καβαλικευτά… στον κυρ-Μέντιο του
με τη Δημητρούλα) τη θάλασσά μας, την πανέμνοστη ιονιοπελαγίτικη νύφη του
Κυπαρισσιακού, αποθαυμάζει όμως και τη λίμνη Καϊάφα, αυτήν τη σμαραγδόχρωμη και
γλαυκή απλωσιά της παγκόσμιας κληρονομιάς (Natura 2000). Συνεχίζοντας, ο ψυχισμός του προβάλλει και εκείνη
την κακεχτική φιγούρα, τον διακονιάρη της οδού Ιπποκράτους της Αθήνας, τον
κατ’ επίφαση ʺσακάτηʺ, που εξαφανίζεται τρέχοντας (!), με την τραγιάσκα και
τις εισπράξεις της μέρας στο χέρι, στη χαοτική πρωτεύουσα…
Στο προσεγμένο
αυτό έργο, που ευγενικά αφιερώνει σε μας τους αναγνώστες του - και τον
ευχαριστούμε - κυριαρχεί το ηθογραφικό στοιχείο. Ο φίλος συγγραφέας – και ας
μου επιτραπεί η λέξη - ʺπροικίζειʺ τη Ζαχαρέικη πνευματική ζωή και προχωράει
παραπέρα. Τα θέματά του δουλεμένα με συνέπεια, στοχασμό, ταλέντο και όρεξη,
δεμένα με ένα συγκινητικό αφηγηματικό νεύρο που αναδύεται αβίαστα.
Δέκα πέντε
πεζά σπονδυλωτά διηγήματα, που διατηρούν ισορροπία και επιτρέπουν στον
αναγνώστη να απολαύσει κάθε λεπτή απόχρωση των χαρακτήρων και τον γεγονότων που
σκιαγραφούνται, μια νοσταλγική περιδιάβαση στο παρελθόν του εαυτού του με τη
φαμίλια του, μια προσφορά στον γενέθλιο τόπο του, ένα ταξίδι μνήμης στα
πατρογονικά εδάφη, ένα δυνατό ψυχογράφημα, που καταχώνιασε στο πίσω μέρος του
μυαλού του ο αγαπητός μας Κώστας και τώρα μας το προσφέρει.
Ακόμα δέκα πέντε εικόνες, δέκα
πέντε μνήμες, καταστάσεις, γεγονότα, σκέψεις και προβληματισμοί, με ανάλογες
ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τα διανθίζουν, περνούν από το καμίνι της ψυχής του
και μετουσιώνονται σε ελεύθερο μεστό και λογοτεχνικό στίχο, απαλλαγμένο από
συντηρητικούς περιορισμούς, έχοντας επίμετρο τη γλυκιά παλλιλογία: ʺθα ’ταν
απόκριες του ’52ʺ, ʺθα ‘’ταν καλοκαίρι του ‘’53ʺ,κ.λ.π. Αυτό είναι το απόσταγμα
του στοχασμού του, παράλληλα με έναν υφέρποντα ρομαντισμό.
Η γλώσσα του
απλή, κατανοητή, ανεπιτήδευτη, Ξενοπουλική θα ’λεγα και η γραφή του ρέουσα,
πλούσια σε τοπικούς ιδιωματισμούς, όπως ανδρομίδι, λούρες, λάτα, σούγλος,
μεσκουλιά, χαρανί, σεμπριά, μπουγάνα, χαμολόι, καράβες, με επεξηγηματικό
γλωσσάρι για περισσότερη κατανόηση.
Είναι μια
εργασία που αξίζει να θαυμάσεις και να επαινέσεις, μια προσπάθεια που ο καρπός
της πιστεύω ότι θα είναι ευπρόσδεκτος από κάθε συμπατριώτη μας.
Και σαν επιμύθιο τούτη η ευχή ή προτροπή σ’ αυτό το
ʺαμετανόητο Διαπλασόπουλοʺ, απ’ αφορμή τον έντεχνο και στέρεο φιλοσοφικό του
στίχο, αλληγορικής πιστεύω σημασίας, εκεί στο ʺλυκαυγέςʺ του βιβλίου του με
τον τίτλο ʺΑσθμαίνονταςʺ. Γράφει, λοιπόν, ο συγγραφέας:
Το ξημέρωμα γοργά γίνεται
δείλι.
Ανάσα δεν παίρνουν οι
ωροδείκτες.
Μέρα με τη μέρα ο χρόνος μου
τελειώνει.
Τρέχω να προλάβω…
Όχι, συμπαλίπαιδα Κώστα
Περδίκη. Η μέρα με τη μέρα και ο χρόνος σου δεν τελειώνει. Απλά ανέβηκες ένα
ακόμη σκαλί στον λογοτεχνικό χώρο. Με τη θαλερότητα και το σφρίγος που σε
διακρίνει, τρέξε να προλάβεις να μας χαρίσεις με δύναμη και κουράγιο και άλλους
τέτοιους ώριμους καρπούς, πνευματική όαση και πολιτιστική ανάσα στους
ωροδείκτες του χρόνου…
Ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου