Απελευθέρωση
Τα σημάδια έδειχναν ότι κάτι καλό ερχόταν. Εγώ επτάχρονο
παιδί δεν τα ξεχώριζα αλλά μυριζόμουνα το άρωμά τους. Είχε φύγει
το καλοκαίρι, είχαμε μπει στο φθινόπωρο και ό καιρός ήταν γλυκός
και ευχάριστος. Είχε πάψει να κουβεντιάζεται ακόμα και ή εκτέλεση
των 200 στη Καισαριανή την πρωτομαγιά του 44.
Ένα πρωινό η γειτόνισσα κυρά Χαρίκλεια έρχεται ανάστατη
και γεμάτη χαρά, φωνάζοντας στην μάνα μου «κυρ Αυγούλα φύγανε οι
τσολιάδες». Μια μονάδα απ’ αυτούς ήταν στη γειτονιά μας και είχε
στρατοπεδεύσει στου Μαργαρίτη(1). Είχαν φύγει τη νύχτα.
Σε λίγο μαθαίνουμε από την ξεσηκωμένη γειτονιά ότι «φεύγουνε
και οι Γερμανοί». Θυμάμαι την ανακούφισή μου, αφού δεν θα
ξανάκουγα το «σκοτώσανε ένα Γερμανό γυρίστε γρήγορα σπίτια σας».
Το άκουγα συχνά όταν πήγαινα στην κυρ’ Αθηνά(2), που στο σχολείο
της έβγαλα την «πρώτη μικρή».
Το μόνο που ρώτησα ήταν αν «τώρα τέλειωσε ό πόλεμος». Η
μάνα μου εξηγεί «όχι ακόμα, θα τελειώσει όταν γυρίσουν ο κ. Ζάχος,
και ο θείος σου ο Κώστας». Ο Ζάχος πλοίαρχος, σύζυγος τής Χαρίκλειας
και ό Κώστας αδελφός τής Αυγής.
Ο πατέρας μου πήρε ένα τουφέκι, (καλύτερα πού δεν ήξερα ότι
ήταν σπίτι), και άρχισε να ρίχνει στον αέρα από το παράθυρο πού έβλεπε
στο δρόμο. Του ζήτησα «να ρίξω κι’ εγώ». Με άφησε να «ρίξω»
επιτρέποντας μου να τραβήξω την σκανδάλη.
Το πρωτόγνωρο ξέσπασμα χαράς, πού το βοηθούσε και ο καλός
καιρός, είναι γνωστό από αφηγήσεις, λογοτεχνικά κείμενα ακόμα και από
παλιές ταινίες. Υπήρχε όμως βουβή ανησυχία για το «τί γίνεται τώρα».
Την έβλεπες στα χαρούμενα, αλλά σφιγμένα πρόσωπα. Θα έλεγα ότι
στην ταινία, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» με Λογοθετίδη και Λιβυκού, βρήκα
πιο χαρακτηριστική έκφραση της ατμόσφαιρας. Η ελπίδα όμως σκέπαζε τα
ερωτηματικά.
Σκιές έριχναν ειδήσεις που «έλεγε το χωνί», ομάδες που
γυρνούσαν, τα σπίτια και απαιτούσαν να γράψουμε στις σημαίες
πότε «ΕΛΑΣ» πότε «ΕΑΜ», κυρίως όμως τουφεκιές, πού πύκνωναν μέρα
με τη μέρα, χωρίς να ξέρουμε αν αυτές ήταν εορταστικές, σαν τού πατέρα
μου, ή στόχευαν κάποιον. Σίγουρα κάποιες πέφτανε για πλάκα.
Εγώ βέβαια αισθανόμουνα μόνο την ανησυχία, χωρίς να μπορώ να
προσδιορίσω «τί κακό κρύβεται σ’ αυτά πού είπε το χωνί». Δεν γινόταν
όμως να αγνοήσω τούς πυροβολισμούς. Αυτοί είχαν έναν αφοπλιστικό λόγο
πού δεν γίνεται να τον προσπεράσεις.
Παρά ταύτα η ζωή κυλούσε σχετικά ήρεμα. Βγαίναμε βόλτες,
λειτουργούσαν κάποιοι κινηματογράφοι, τα καταστήματα άνοιγαν κανονικά,
οι ταβέρνες της γειτονιάς γέμιζαν, κυρίως από βαρελόφρονες. Οικογενειακές
όπως τις ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχαν.
Ένα τέτοιο κυριακάτικο πρωινό μας είχε βγάλει βόλτα, στο Ζάππειο,
η θεία Ελπίδα, αδελφή τού πατέρα μου. Οι μικροπωλητές πουλούσαν εκτός
από γλειφιτζούρια, κουλούρια και σημαίες των συμμάχων.
Εγώ είχα χορτάσει από Αγγλικές και Αμερικάνικες, Γαλλικές δεν
θυμάμαι να είχα δει, βρήκα ευκαιρία να πάρω μια Ρωσική. Η επιλογή ήταν
επιθυμία για κάποια αλλαγή, χωρίς άλλη σκοπιμότητα.
Μόλις την βλέπει η θεια μού λέει με ύφος που δεν σήκωνε την
παραμικρή αντίρρηση «γιατί πήρες αυτή, να την πας πίσω και να πάρεις άλλη».
Μούδιασα χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Άλλωστε δεν θυμόμουνα πού στεκόταν
ο μικροπωλητής. Γύρισα και είπα ψέματα ότι «δεν την αλλάζει» οπότε ακούω
με ακόμα πιο αυστηρό ύφος «πήγαινε να την πετάξεις». Τότε δεν μπορούσα
να ερμηνεύσω την αντίδραση της.
Η απορία ξεκαθάρισε δυο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι τού
46 που το πέρασα στη Κρήτη. Εκείνο το καλοκαίρι κατανόησα όχι μόνο
την θεία αλλά και πολλά άλλα.
(1)Ήταν το καπνεργοστάσιο της ομώνυμης βιομηχανίας που έβγαζε
φτηνά τσιγάρα κούτας μέχρι, περίπου, το 1955. Σήμερα μετά το
σκέπασμα του Ιλισού, στην οδό Καλλιρρόης, στο κτίριο στεγάζονται
η EUROBANK. και άλλα καταστήματα.
(2)Η κυρ’ Αθηνά ήταν μια δασκάλα που είχε μετατρέψει ένα, μέτριο
σαλόνι, σε μίνι αμφιθέατρο και παρέδιδε μαθήματα. Τώρα το πως
αναγνωριζόταν επίσημα η δική της «πρώτη μικρή» δεν ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου