Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (1951):

Ο πολυβραβευμένος  ποιητής από τη Μεσσήνη



Ω δ ή   σ τ ο ν   π α ί κ τ η   τ η ς  Α Ε Κ
κ α ι   τ η ς   Ε θ ν ι κ ή ς   Χ ρ ή σ τ ο   Α ρ δ ί ζ ο γ λ ο υ

Από το ότι, ορμώμενος, τα χρόνια περνούν γρήγορα
και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο
και από το ότι ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης
εκράτησε ως αφιλοκερδής τεχνίτης
στην πενιχρή αθανασία του
τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη της ποδόσφαιρας
Ηλία, υιόν του Υφαντή — του Ολυμπιακού Πειραιώς— -
τονίζοντας τα κάλλη του και την ευμορφία του
παράλληλα με τον μακαρισμό ευτυχισμένος (να ’ν’) ο Πειραιάς
που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του
πάνω σε τέτοια αγόρια
θα υμνήσω και εγώ με τη φτωχή την πένα μου
τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστου Αρδίζογλου.

Θα υμνήσω, γιατί το παιδί αυτό,
από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού προερχόμενο.
Της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης,
Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους όσους βετεράνους δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ σε κρίσιμη στιγμή
απορρίπτοντας έτσι ακόμα και τον θάνατο,
μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
που τώρα βρίσκονται στο χώμα.

Θα υμνήσω.

Γιατί το παιδί αυτό κατεβαίνοντας — όπως προείπα —
από τους καλύτερους αέρηδες,
ήταν το μόνο που πάντα με εύστροφες κινήσεις
επετύγχανε την εκπόρθηση της αντίπαλης εστίας
σε ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
το όνομα της μικρής πατρίδας μας,
ενώ συνάμα εχάριζε, λέγω εχάριζε, με την πράξη του αυτή
μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στους αστέγους της πλατείας Ομονοίας.

Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας
στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.
Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του:
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του,
όπου μεγάλωσα κι εγώ».

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια,
όπως ο τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων,
την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.


Ζ ι γ κ ο υ ά λ α - Α θ ή ν α

Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ.
Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο,
ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει,
ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φυλάγαν να μ’ αρπάξουν
νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες,
κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας.

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εδώ αφήσαν τη ζωή τους
«λεβέντες» αγαπητικοί και φουστανελοφόροι,
ενώ σε παρακείμενα νυχτόβια μπαράκια πεντέμισι και κάτι
εραστές της αειπάρθενης Γκόλφως
τσοπαναραίοι με κοστούμι κι αόρατη αγκλίτσα
κατέθεταν το στερνό δάκρυ τους
στη μεγάλη ιστορία του τόπου.

Τη μάνα μου τη λέγαν Αγλαΐτσα,
ίδιο το όνομα της Καραγκιόζαινας,
ενώ τα κολλητήρια, που είχε το μάτι τους θολώσει
για ψωμί και για παπούτσι,
πήραν τους δρόμους σβάρνα, αδέσποτα, για γόπες. 

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί
το τελευταίο τραίνο της νύχτας σου
έχουν μια θλίψη στα μάτια.
Κάνουν Πρωτοχρονιά στους δρόμους,
αυτοί κι ο εαυτός τους, κι ο νέος χρόνος τους βρίσκει
με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη.

Γι’ αυτό και συ, αγάπη μου, μην ησυχάζεις στην ιδέα
πως δεν θα με ξαναβρείς μπροστά σου πια ποτέ.

Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα
και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι,
κι εκείνο κει το πούστικο τ’ απωθημένο
που δεν λέει ποτέ να βγει,
καθώς έγραφε κι ο φίλος Ταβάνης.

Θα συναντηθούμε, αγάπη μου,
εκεί που δεν θα το περιμένεις,
ενώ εσύ θα ’χεις «αρνηθεί» μόλις πριν από λιγάκι
και το τελευταίο παιδικό σου απόγευμα,
κι εγώ μονάχος θα γυρνώ
έχοντας ξεράσει — άδειος — στο Βοτανικό ή στη Βάθη
μαζί με το ούζο στον υπόνομο
και το τελευταίο πελοποννησιακό μου όνειρο,
έχοντας ξεράσει, τελείως, ακόμα και σένα.

Οι κλειστές μπλούζες
είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες
που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας
στα παιδικά μας χρόνια.



Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951 και από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά.

Έχουν κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές τουμία συλλογή με πεζά, δύο τόμοι με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες του (μία για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και μία για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη).

Το 1996 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998), ενώ σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο Ne recouvre pas la riviere (Cahiers grecs, Paris, 2000).

Το 2011 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός, ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε και με τοΒραβείο της Ακαδημίας Αθηνών από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.

Από το Blog ''Μποτίλια Στον Άνεμο''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου