ο καλός μας γείτονας
στη μνήμη του
Ο μπαρμπα
Χρήστος έμενε στο διπλανό μας σπίτι, μόλις λίγα μέτρα μακριά μας. Το σπίτι του
ήταν παλιό, φτωχικό, φτιαγμένο με χωματόπλιθες και κεραμίδια. Στη φάτσα, προς
τον δρόμο, είχε ένα μεγάλο χαγιάτι και μια ξύλινη σκάλα, που πήγαινε από την
αυλή στο πάνω πάτωμα. Το μισό κατώι ήταν αχυρώνας και χρησίμευε για ενδιαίτημα
της γαϊδούρας του. Το άλλο μισό αποτελούσε τον επαγγελματικό του χώρο. Ο μπαρμπα
Χρήστος ήταν τσαγκάρης.
Άντρας ψηλός,
με ευθυτενή κορμοστασιά και μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι. Είχε την ίδια περίπου
ηλικία με τον πατέρα μου και μεταξύ τους υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και
εκτίμηση. Σωστός επαγγελματίας, αλλά και οικογενειάρχης.
Άρχιζε τη μέρα του, πίνοντας τον πρώτο του
καφέ αχάραγα, πάντα στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Γιώργη, που ήταν καλός του φίλος.
Μετά από κει, κατηφόριζε προς το σπίτι, άνοιγε το μαγαζί, κρέμαγε από τον λαιμό
του τη μακριά ποδιά και έπιανε δουλειά. Άλλαζε σόλες, έκανε επιδιορθώσεις σε
παλιά παπούτσια, έφτιαχνε όμως και καινούργια, κατά παραγγελία.
Γύρω στις
έντεκα έκανε ένα διάλειμμα. Πήγαινε μια βόλτα στην αγορά για να πάρει ψωμί και
τα σχετικά για το μεσημεριανό. Γυρνώντας, τα παρέδινε στην κυρα Μαρία, τη
γυναίκα του και συνέχιζε τη δουλειά του. Αργά το μεσημέρι, έκλεινε την πόρτα
του μαγαζιού κι ανέβαινε για φαγητό. Τ’ απογεύματα, όταν δεν τον πίεζαν οι
παραδόσεις των παπουτσιών και ο καιρός ήταν καλός, έπαιρνε τη γαϊδούρα και
τράβαγε για τις ελιές του, λίγο έξω από
την πόλη.
Τις ώρες που
εκείνος έλειπε στις ελιές, η κυρα Μαρία εύρισκε την ευκαιρία ν’ ανεβεί στο
σπίτι μας για να κάνει παρέα με τη μητέρα μου. Πιάνανε τις καρέκλες μπροστά
από το παράθυρο που ’βλεπε στον δρόμο και στο τσαγκάρικο, ράβοντας ή μπαλώνοντας
όλο και κανένα ρούχο. Παράλληλα σχολιάζανε τα τεκταινόμενα στη μικρή μας
κοινωνία, έρωτες, γάμους, θανάτους κ.λ.π. Μόλις η φιγούρα του μπαρμπα Χρήστου,
καβάλα στη γαϊδούρα, ξεμύτιζε στην άκρη του δρόμου, η κυρα Μαρία έντρομη
μάζευε όπως, όπως τα ραφτικά της και πριν τον ακούσει να φωνάζει «Μαρία», τσακιζόταν
να φτάσει πρώτη στη σκάλα για να τον υποδεχθεί.
Όταν
σκοτείνιαζε, ο μπαρμπα Χρήστος ανηφόριζε για δεύτερη φορά τον δρόμο για το
ζαχαροπλαστείο. Εκεί διάβαζε εμβριθώς όλες τις εφημερίδες για να έχει πλήρη
ενημέρωση. Η πολιτική ήταν από τα πρώτα του ενδιαφέροντα. Φανατικός φιλοβασιλικός και σταθερός ψηφοφόρος
πρώτα του Παπάγου και μετά του Καραμανλή. Έλεγε και ξανάλαγε τις ίδιες ιστορίες
για συμβάντα, που τα ’χε ζήσει από κοντά, την εποχή που ήταν φαντάρος στην
Αθήνα, με πρωταγωνιστές τον Κονδύλη, τον δικτάτορα Πάγκαλο, κ.ά.
Είχαμε
συνηθίσει να τον βλέπουμε, κάθε μέρα, με τα πρόχειρα ρούχα της δουλειάς. Όταν
όμως υπήρχε λόγος, όπως π.χ. να παραστεί σαν μάρτυρας στο δικαστήριο ή να
εκκλησιαστεί στις μεγάλες γιορτές, μεταμορφωνόταν. Φόραγε το καφέ ριγέ
κουστούμι του, το σταυροκουμπωτό και την καφέ ατσαλάκωτη ρεπούμπλικα και
γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ήταν φιλόζωος.
Οι γάτες ήσαν η αδυναμία του, αλλά και τα περιστέρια. Η αρχή είχε γίνει με ένα
ζευγάρι πιτσούνια που μετά από λίγο καιρό έφτασαν να ’ναι αμέτρητα. Φώλιαζαν
όπου εύρισκαν, στη στέγη και στο χαγιάτι του σπιτιού του, αλλά και στο απέναντι
χάλασμα. Με το που ’βγαινε στην αυλή με τις χούφτες του γεμάτες σιτάρι, από
όλες τις μεριές, ορμούσαν, κατά
δεκάδες, για να προλάβουν να τσιμπολογήσουν τα σπόρια, καθισμένα άφοβα πάνω
στα χέρια του. Το αυστηρό πρόσωπό του γλύκαινε, τότε, από ευχαρίστηση και
ικανοποίηση. Χαιρόταν σαν παιδί για
την αγάπη που του ’δειχναν τα πετεινά του ουρανού…
Με τις γάτες,
άλλες μεγάλες αγάπες. Όταν πολύ αργότερα χήρεψε, έχασε την κυρα Μαρία του, τον
θυμάμαι να κάθεται στην άκρη στο χαγιάτι, έχοντας πάντα στα γόνατά του να χαϊδεύει
τρυφερά μια γάτα. Ήταν η μόνη του συντροφιά στον πόνο και την ερημιά του, στα
στερνά του χρόνια, καθώς οι δυο γιοι του ζούσαν μακριά, ο μεγάλος στην Αμερική
κι ο μικρός στην Αθήνα. Τι κι αν καμάρωνε για την προκοπή τους και τις φαμίλιες
τους, έκανε μαύρα μάτια να τους δει.
Οι εθνικές
εκλογές είχαν βαρύνουσα σημασία για τον μπαρμπα Χρήστο. Πολιτικολογούσε, σε
χαμηλούς όμως τόνους, στο μαγαζί με τους πελάτες του και πάντα ήταν απολύτως
σίγουρος για τον θρίαμβο του κόμματός του. Μια ζωή ψήφιζε δεξιά και σταύρωνε
τον μακρινό ξάδελφό του, που ήταν υποψήφιος βουλευτής της.
Για καμιά
δεκαριά μέρες πριν τη Κυριακή των εκλογών, κρέμαγε στο χαγιάτι του, στο πιο
εμφανές σημείο, μεγάλο πανώ με φωτογραφίες του αρχηγού του κόμματος και του
υποψήφιου βουλευτή. Ξημερώνοντας η Δευτέρα, μετά τις εκλογές, μόλις η μητέρα
άνοιγε το παράθυρο, που ’βλεπε στον δρόμο και στο χαγιάτι του μπαρμπα Χρήστου,
έπαιρνε αμέσως το κακό χαμπέρι για τ’ αποτελέσματα. Το πανώ προ πολλού είχε
αποκαθηλωθεί. Το κόμμα του γείτονα, που τύχαινε να είναι το ίδιο με το δικό μας, είχε έρθει αυτή τη
φορά, δυστυχώς, δεύτερο και καταϊδρωμένο.
Ο πολιτικός
φανατισμός ήταν και τότε πολύ μεγάλος. Πενήντα μέτρα πιο κάτω από το
τσαγκάρικο, ήταν το περίπτερο του μπαρμπα Γιάννη του Μπελέκα, φανατικού
οπαδού του «Γέρου» και της «Ένωσης Κέντρου». Στο περίπτερό του, εκτός των
άλλων, αγόραζες και τις Αθηναϊκές εφημερίδες. Στο φύλλο του Σαββάτου, πριν τις
εκλογές, εκείνα τα χρόνια, έβαζαν ολοσέλιδη φωτογραφία από την κεντρική
προεκλογική συγκέντρωση των κομμάτων στην πλατεία Κλαυθμώνος. Την πιο εντυπωσιακή
και πολυπληθέστερη συγκέντρωση είχε ο «Γέρος» και τα «Νέα» αφιέρωναν την πρώτη
σελίδα αποκλειστικά σ’ αυτήν, δείχνοντας τις χιλιάδες των συγκεντρωμένων
οπαδών.
Ο Μπελέκας
το μεσημέρι έκλεινε για λίγο το περίπτερο και πεταγόταν μέχρι το σπίτι του για
να βάλει κάτι στο στόμα του. Για να πικάρει και να ειρωνευτεί, λοιπόν, τον
πολιτικό του αντίπαλο, βάδιζε με αργό βηματισμό την απόσταση από το περίπτερο
μέχρι το σπίτι του, περνώντας μπροστά από το τσαγκάρικο όλο καμάρι, κρατώντας
με τα δυο του χέρια αναπεπταμένη την εφημερίδα με τη ολοσέλιδη φωτογραφία της
συγκέντρωσης της «Ένωσης Κέντρου». Η πορεία του αυτή ήταν σιωπηλή μεν, αλλά
φαρμακερή, με πολλά υπονοούμενα. Δεν πήγαινε, όμως, πίσω σε κάτι τέτοια
και ο μπαρμπα Χρήστος. Όλο και κάποιο
πείραγμα ή αστείο θα πέταγε, βλέποντας κάποιον γνωστό του να περνάει στον
δρόμο.
Εκείνον τον καιρό,
ήταν στα μαχαίρια με έναν γείτονά του, που είχε βιβλιοχαρτοπωλείο, λίγα μέτρα
πιο πέρα. Αργά το απόγευμα, όταν γύριζε από τις ελιές ανηφόριζε τον δρόμο, πάντα
καβάλα στη γαϊδούρα του. Φτάνοντας
μπροστά ακριβώς από το μαγαζί του «εχθρού» του, κάτι της έκανε και η γαϊδούρα,
που ζοριζόταν η έρμη στην ανηφόρα, άφηνε μια δυνατή παρατεταμένη πορδή. Γι’
αυτό το ζήτημα, που είχε επαναληφθεί πολλές φορές, είχαν φτάσει μέχρι τα
δικαστήρια. Άντε τώρα ο δικαστής να βγάλει συμπέρασμα και να αποδώσει δικαιοσύνη…
Πολλές ώρες,
σαν παιδί, πέρασα χαζεύοντας τα διάφορα αντικείμενα του μαγαζιού, αλλά και τον
ίδιο τον μπαρμπα Χρήστο να μαστορεύει. Έμαθα να ξεχωρίζω τα δέρματα, τα σεβρά
από τα αδιάβροχα. Μου άρεσε η μυρουδιά που ’βγαζε το χοντρό δέρμα για το
σόλιασμα, όπως και το άρωμα του κεριού από κηρήθρα, που χρησίμευε για το κέρωμα
του σπάγκου του ραψίματος.
Πάνω στον μικρό πάγκο υπήρχαν ριγμένα,
φύρδην-μίγδην, τα πάντα. Σφυριά, τανάλιες, φαλτσέτες, σουβλιά, πρόκες και
ξυλόπροκες. Στον απέναντι τοίχο κρεμασμένα, κατά ζευγάρια, έβλεπες όλα τα
νούμερα τα καλαπόδια. Κοντά στο παράθυρο και στο φως, ήταν η μηχανή για τα
γαζώματα.
Από τα πειράγματα
του μπαρμπα Χρήστου δεν γλίτωνα,
βέβαια, ούτε εγώ. Τον είχα συνηθίσει όμως και δεν μου κακοφαινόταν. Καταλάβαινα
ότι κατά βάθος με αγαπούσε. Δεν παρέλειπα όμως κι εγώ, μόλις τον έβλεπα, να
τον χαιρετάω με σεβασμό και να του δείχνω την αγάπη και τη συμπάθειά μου. Αργότερα,
όταν σπούδαζα και κατέβαινα για διακοπές, με αντιμετώπιζε βέβαια αλλιώς,
ήμουν βλέπετε ακαδημαϊκός πολίτης και η εκτίμησή του στο πρόσωπό μου ήταν
ολοφάνερη. Η κουμπαριά μας που ακολούθησε, όταν βάφτισα την εγγόνα του, με
έκανε πλέον επίτιμο μέλος της οικογένειάς του.
Τα χρόνια κύλησαν
σαν νεράκι και ο μπαρμπα Χρήστος πέρασε τα ογδόντα. Παντρεύτηκα κ’ εγώ.
Το καλοκαίρι κόντευε
να τελειώσει και είχε αρχίσει να σουρουπώνει πιο νωρίς, όταν μια μέρα τον είδα
να κάθεται στην ίδια θέση του στο χαγιάτι. Ανέβηκα για να του κάνω λίγη συντροφιά.
«Πώς τα πας μπαρμπα Χρήστο» τον χαιρέτησα, σφίγγοντας το ζαρωμένο χέρι του. «Κάτσε», μου ’πε,
δείχνοντας μια καρέκλα πλάι του.
Ήταν βαρύς,
ανόρεχτος, έδειχνε παραιτημένος. «Δεν παλεύεται η μοναξιά παιδί μου», είπε
σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν έχω τίποτα πια να περιμένω. Τώρα που έχω την ανάγκη της
και θέλω λίγη συντροφιά, εκείνη λείπει. Έμεινα μόνος κι έρημος να φυλάω τη
γειτονιά». Άρχισε τότε να μου μετράει
έναν-έναν όσους από τη γειτονιά είχαν ήδη πεθάνει. Σταμάτησε κάποια
στιγμή, κατάλαβα ότι είχε βουρκώσει. Η γάτα, που είχε λουφάξει για τα καλά στα
γόνατά του, μισοκοιμόταν αφημένη στο
χάδι του.
Άρχισαν να
ανάβουν τα φώτα του δρόμου, σχεδόν είχε νυχτώσει. Δεν εύρισκα τίποτα να του
πω για να τον παρηγορήσω. Χωρίς να θέλω η ματιά μου έπεσε στα γύρω σπίτια.
Μόλις που ξεχώριζαν στο μισοσκόταδο, κλειστά και έρημα. Μου βγήκε τότε ένα
αυθόρμητο μίσος για κείνα τα άψυχα ντουβάρια. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι θα
συνέχιζαν να μένουν όρθια για πολλά,
δεν ξέρω πόσα, ακόμη χρόνια, ενώ όσοι έζησαν εκεί μέσα, πεθαμένοι τώρα, θα ’πεφταν αργά ή γρήγορα στη λησμονιά.
Ο μπαρμπα
Χρήστος δεν άργησε. Μετά από λίγους μήνες μας άφησε. Αναχώρησε για τας
αιωνίας μονάς. Έκλεισε έτσι και ο δικός του κύκλος.
Ένας δυνατός σεισμός, μετά από χρόνια, γκρέμισε και το σπίτι του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου