Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Ορχάν Παμούκ (1952:) «Στην Πόλη βρίσκουμε παρηγοριά στην ομορφιά του χιονιού»

 Ένα απόσπασμα από τα σημειωματάρια του Τούρκου Νομπελίστα  με τίτλο

 «Αναμνήσεις από μακρινά βουνά»



ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ υπάρχει ένα όνειρο που είχα δει πριν ακόμα ξεκινήσω να γράφω και να ζωγραφίζω σ’ αυτά τα τετράδια. Έχω καταφέρει να βγάλω ένα νόημα από κάποια κομμάτια του ονείρου, άλλα όμως ακόμα δεν μπορώ να τα καταλάβω.

Παρακολουθούσα το όνειρο να εκτυλίσσεται σαν να ήταν η θέα έξω από το παράθυρό μου, όταν ξύπνησα ξαφνικά, φοβισμένος... Για να μπορέσω να κατανοήσω αυτό το ονειρικό τοπίο, έχω ταξινομήσει τις εικονογραφημένες σελίδες αυτού του βιβλίου όχι με ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ αλλά με ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ σειρά.

Πρωί: η πόλη είναι καλυμμένη με χιόνι. Κολλάει πάνω σου. Ακόμα και στο μπαλκόνι μας, έχει πάχος τριάντα ή σαράντα εκατοστά. Η Ασλί κοιμάται στο άλλο δωμάτιο. Εγώ είμαι μέσα στο μυθιστόρημά μου. Έχω διαβάσει πολλά για τα οθωμανικά τηλεγραφικά γραφεία. Έχω αγοράσει τόσα πολλά βιβλία τον τελευταίο καιρό! Μια χιονισμένη σιωπή επικρατεί στο σπίτι και στην πόλη. Το χιόνι πέφτει ακόμα, οπότε η ορατότητα είναι χαμηλή. Και πρέπει να το ομολογήσω: είμαι τόσο ευτυχισμένος. Για το σπίτι, για το χιόνι, για την Ασλί που κοιμάται μέσα, κ.λπ. κ.λπ. Είμαι αισιόδοξος ότι δεν θα έχω άλλα προβλήματα, ότι θα μπορέσω να ζήσω στην Κωνσταντινούπολη και ότι όλα θα είναι υπέροχα, όπως ακριβώς αυτό το χιόνι. Η συνέντευξή μου στη Repubblica δημοσιεύτηκε με τίτλο «Η τρομοκρατία δεν πρέπει να γίνει δικαιολογία για την υπονόμευση της δημοκρατίας». Μου το έστειλε ο Μάρκο.

Το χιόνι και το κρύο είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Αυτό το πρασινωπό μπλε του χιονιού... Το χρώμα της θάλασσας. Το χιόνι που πέφτει σε μικροσκοπικές νιφάδες. Ο πρωταγωνιστής μου, ο Ταγματάρχης, έχει φτάσει τώρα στο Τηλεγραφείο ... Τώρα γράφω για την ιστορία της τηλεγραφικής υπηρεσίας. Είναι πολύ διασκεδαστικό. Αλλά αργεί να προχωρήσει. Η Ασλί συνεχίζει να ανεβοκατεβαίνει μεταξύ του σπιτιού μας και του διαμερίσματος 16: με το ΧΙΟΝΙ, η πόλη είναι ήσυχη. Χάρη στο χιόνι, μπόρεσα να απομακρυνθώ, έστω και για μια μέρα, από την τρομερή πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Το βράδυ μια βόλτα με τον Νουρί ξοπίσω μας -> έξω στους χιονισμένους δρόμους  Έπρεπε να περάσουμε μέσα από παγωμένες λακκούβες στην πλατεία Ταξίμ. Τα πόδια της Ασλί ξεπάγιασαν. Οι δρόμοι είναι ψυχροί, χωρίς τουρίστες ή οποιονδήποτε άλλο τριγύρω. Είμαστε μόνο εμείς, οι άνθρωποι της Πόλης. Ούτε το μετρό έχει κίνηση. Κατεβήκαμε στο Ετιλέρ. O Σεβκέτ, η Γεσίμ, η Ζεϊνέπ, η οποία ψάχνει για δουλειά καθώς τελειώνει το διδακτορικό της στο Χάρβαρντ ... Ο Σεβκέτ συζητά κι αυτός για τα πολιτική κατάσταση. Κανείς μας δεν είχε προβλέψει αυτή την αυταρχική, αφιονισμένη ρητορική, αυτή την τρομακτική οργουελιανή ατμόσφαιρα ολοκληρωτισμού! Δεν περιμέναμε ότι θα συνέβαινε τόσο σύντομα.

Το πρωί, χιόνι και πάλι. Πέφτει σε τεράστιες νιφάδες. Καθώς η Ασλί κοιμάται και η μέρα μόλις αρχίζει να χαράζει, κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος. Mπορώ μάλιστα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου: το αίσθημα της εσωστρέφειας που προκαλεί η ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΗ, αυτό το αίσθημα ότι είμαστε μόνοι μας, είναι ένα είδος παρηγοριάς. Στην ΠΟΛΗ, βρίσκουμε παρηγοριά στην ομορφιά του χιονιού.

 Πηγή: Lifo


Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985):

 

Ὁμίχλη

Δέν ξέρω πιά τί γίνεται μέ τήν ὁμίχλη κι ἄν ἐξακολουθεῖ νά πέφτει τόσο πηχτή ἤ μήπως χάθηκε ὁλότελα κι αὐτή, ὅπως ἡ πάχνη πάνω ἀπ' τά πρωινά κεραμίδια. Βλέποντας τήν παρθενική πάχνη νά γυαλίζει παντοῦ, λέγαμε: «Εἶχε κρύο τή νύχτα» ἤ «τά λάχανα θά γίνουν μέ τήν πάχνη πιό γλυκά· πρέπει νά κάνουμε ντολμάδες».
Ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρός τῆς ὁμίχλης, εἶχα πάντα τό νοῦ μου σ' αὐτήν. Μέρα τή μέρα περίμενα νά μέ σκεπάσει κι ἐγώ νά χώνομαι ἀθέατος μέσα της. Θλιβόμουν ὅμως πολύ, ὅταν ἔπεφτε τίς καθημερινές, τήν ὥρα πού βασανιζόμουν μέ τά χαρτιά στό γραφεῖο. Παρακαλοῦσα νά κρατήσει ὥς τό βράδυ, συνήθως ὅμως γύρω στό μεσημέρι διαλυόταν ἀπό ἕναν ἥλιο ἰδιαίτερα δυσάρεστο.
Μά, καμιά φορά, ὅταν ξυπνώντας τ' ἀπόγευμα, τήν ὥρα πού ἔλεγα ἄν θά πάω στό σινεμά ἤ στό καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ' τό παράθυρο τό ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καί πορεῖες. Σήκωνα τό γιακά τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μέ σιγουριά τά σκαλιά κι ἔφευγα γιά τήν παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Ἡ ὁμίχλη εἶναι γιά νά βαδίζεις μέσα σ' αὐτήν. Διασχίζεις κάτι πού εἶναι πυκνότερο ἀπό ἀέρας καί σέ στηρίζει. Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα· ὁμίχλη χωρίς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο.
Ἡ ὁμίχλη ἦταν ἀκόμα πιό γλυκιά, ὅταν τήν ψιλοκεντοῦσε ἐκείνη ἡ βροχή, ἡ πολύ ψιλή βροχή τοῦ οὐρανοῦ μας. Αὐτή πού δέ σέ βρέχει, μά σέ ποτίζει μονάχα καί φυτρώνουν πιό λαμπερά τά μαλλιά σου τήν ἄλλη βδομάδα. Καί τότε ἔπαιρναν νόημα τά φῶτα καί τά τράμ καί τά κορναρίσματα. Ἀκόμα κι οἱ πολυκατοικίες γίνονταν ἑλκυστικές μές στάν ἀχνάδα.
Κι ὕστερα ἔφτανα στό καφενεῖο τοῦ λιμανιοῦ, αὐτό πού ἀπό χρόνια εἶναι γκρεμισμένο, νά ξαναβρῶ τήν παρέα μου. Κι ὅταν δέν ἦταν ἐκεῖ —καί δέν ἦταν ποτέ ἐκεῖ— καθόμουν ὧρες καί καρτεροῦσα. Πίσω ἀπ' τά τζάμια διαβαῖναν ἀράδα οἱ σκιές αὐτῶν, πού τώρα ἔχουν πεθάνει. Κολλοῦσαν τό μοῦτρο τους γιά μιά στιγμή στό θαμπό τζάμι κι ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα, ἐνῶ ἄλλοι τραβοῦσαν ἀνατολικά γιά τόν Πύργο τοῦ Αἵματος.1 Κι ἄν δέ μοῦ ἔγνεφε κανείς ἔβγαινα κι ἀκολουθοῦσα μιά σκιά, πού ποτέ δέν μποροῦσα νά προφτάσω.
Δέ θυμᾶμαι ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἐκείνη ἡ ὁμίχλη· μᾶλλον κατέβαινε ἀπό ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά ἀπ' τά ὄνειρα. Αὐτά πού χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ἕνα βαρύ καπάκι, πού ὅμως πῆρε ἀπ' τήν πίεση γιά καλά νά παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ὁμίχλη, γίνομαι ἕνα μ' αὐτήν, καί ξεκινάω. Ἀκολουθῶ ἄλλες σκιές ὀνοματίζοντάς τες. Περπατῶ κοιτάζοντας τό λιθόστρωτο. Αὐτό σέ πολλούς δρόμους καί δρομάκια ἀκόμα διατηρεῖται. Δέν ὑπάρχει, βέβαια, ἀνάμεσα στίς πέτρες τό χορταράκι, πού φύτρωνε τότε. Ὅλα ἔχουν γκρεμίσει ἤ ξεραθεῖ. Κανένας θάνατος δέν εἶναι καλός. Ὤ, καί νά 'ταν ἀλήθεια, αὐτό πού λένε, πώς θά τούς ξαναβροῦμε ὅλους...
Ἀκολουθώντας τίς σκιές μπαίνω πάντα στόν ἴδιο δρόμο. Τά δέντρα καί τά φυτά θεριεύουν μές στή μοναξιά καί τή θολούρα. Γίνονται σάν κάστρα τεράστια. Φτάνω στό ἀγέρωχο σπίτι τό τυλιγμένο μέ κισσούς καί φυλλώματα. Παρόλο πού οἱ σκιές κοντοστέκονται καί σά νά μοῦ γνέφουν, ἐγώ δέν πλησιάζω κάν στήν Πορτάρα.2 Θαρρῶ πώς μόνο ἀγαπημένο πρόσωπο θά μέ πείσει κάποτε νά τήν περάσω.
Φεύγω καί ξαναχάνομαι μέσα στά τράμ, τά φῶτα καί τήν κίνηση. Ὁ νοῦς μου εἶναι κολλημένος στήν ὁμίχλη καί σ' ὅλα ὅσα εἶδα μέσα σ' αὐτήν. Προσπαθώντας νά ξεχαστῶ περπατῶ πολύ τίς ὁμιχλιασμένες νύχτες. Αἰσθάνομαι κάποια ἀνακούφιση μέ τό βάδισμα.Τά μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε3 σιγά σιγά στό κορμί καί διοχετεύονται ἀπ' τά πόδια στό ὑγρό χῶμα.

(Ἡ μόνη κληρονομιά, 1974)


  1. Πύργος του Αίματος (ἡ πύργος των Γενιτσάρων)· ο Λευκός Πύργος. Μνημείο της Θεσσαλονίκης που κτίστηκε τον 15ο αιώνα. Ονομάστηκε Πύργος του Αίματος επειδή οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι από το αίμα των βαρυποινιτών, τους οποίους εκτελούσαν οι Γενίτσαροι.
  2. Πορτάρα· ήταν η χρυσή πύλη που βρισκόταν στα τείχη, πριν γκρεμιστούν, στο ύψος της πλατείας Βαρδαρίου. (Βλ. Γ. Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Κέδρος, 1980, σ. 43). Ως βασιλική δίοδος και χρυσή πύλη αναφέρεται και από τον Ν.Γ. Πεντζίκη, (Βλ. Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, 1970, σ. 65).
         «...Πορτάρα ονομαζόταν μια πύλη στο τείχος δυτικά της μονής Βλατάδων στην οδό Παλαμίδου». (Βλ. Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας (1430-1912), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 105-106).
  3. κατασταλάζω· καταστάζω, πέφτω κατά σταγόνες.

Γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες. Ο πατέρας του Ιωάννης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, προερχόμενος από αστική οικογένεια. Η μητέρα του Αθανασία ήταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης. Ο Γιώργος προερχόταν από πλούσια οικογένεια, που ήθελε ο γιος τους να γίνει σπουδαίος και το όνομα του να ακούγεται παντού. Έτσι οι γονείς του τον ζόριζαν αρκετά να ακολουθήσει τα δικά τους όνειρα. Ο Γιώργος σπούδασε και βρήκε αρκετά καλές δουλειές, όμως ακολούθησε το δικό του όνειρο και έγινε λογοτέχνης.

Ο Γιώργος Ιωάννου μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης και σπούδασε με λαμπρούς δασκάλους στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο Α.Π.Θ. μάλιστα υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Υπήρξε σύμβουλος έκδοσης του σημαντικού περιοδικού Ελεύθερη γενιά (μηνιαίο περιοδικό για τις μαθητικές κοινότητες), που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας. Πέθανε το 1985 στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985):

 

Όχι Μαζί

Μην περπατάς,
μην περπατάς μαζί μου
να μη σε γράψουνε


με ξέρουνε στην πιάτσα
και θα σε κάψουνε
 

 

Περπατά το κατόπι πάνω στα βήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα

 

Γυρνάω και σε βλέπω
και αναστατώνομαι
αν είσαι όπως δείχνεις
εγώ σκοτώνομαι

 

Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους

 

Περπατά κι ακόλουθα, μάθε το σπίτι μου
να έρχεσαι μονάχος, αποσπερίτη μου

 

κι όταν χτυπάς την πόρτα μες τα μεσάνυχτα
τα παραθύρια μου όλα θα 'ναι ορθάνοιχτα




Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Κώστας Περδίκης: Ένατα γενέθλια

 Σήμερα συμπληρώνονται εννέα (9) χρόνια ζωής του Φανοστάτη.

Ευχαριστούμε τις φίλες και τους φίλους του!

Συνεχίζουμε...


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Παντελής Μηχανικός (1926-1979):

 




ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΜΑΧΟ

Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης

όπως τον Ριμαχό

που έσκυψε και φίλησε το χώμα

απ ‘όπου διάβηκε η αγαπημένη του

κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη

κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα

κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα

ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.

Γεμάτα χαρά.

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό*

Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν

για να υπερασπίσει το χώμα απ ‘όπου διάβηκε η αγάπη του.

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό

ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό

να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.


(*Ριμαχό/ Ριμάκο/ Ριμακό: φανταστικό πρόσωπο με

πολλαπλούς συμβολισμούς, που εισήγαγε στην κυπριακή

ποίηση ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης).

ΟΝΗΣΙΛΟΣ

Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο

ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:

ένα καύκαλο

―το δικό του κρανίο―

γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

να μας κεντρίσουν

να μας ξυπνήσουν

να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

έφτασε στη Σαλαμίνα

φρύαξε ο Ονήσιλος.

Άλλο δεν άντεξε.

Άρπαξε το καύκαλό του

και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κ’ έγειρα νεκρός.

Άδοξος, άθλιος,

καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.

ΙΤΕ

Και τι περιμένεις από ανθρώπους

που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους

και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.

Απαθώς

τότε

κι απαθώς

σήμερα

ζητάνε απλώς

διαζύγιο.

Τέτοιοι ρουφιάνοι

δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.


ΑΓΩΓΗ

Τον έβλεπα συχνά

πού οδηγούσε τη γυναίκα του

στα ιδιαίτερα τού Κομισάριου

για να εξασφαλίσει μια προαγωγή.

Κάτι, τέτοια

ήταν συνήθειες του καιρού μας

και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή

σ’ ένα ζήτημα ρουτίνας.

Μια μέρα που τον έβλεπα

να παίρνει τη γυναίκα του στον Κομισάριο

λέω

κοίταξε τί άνθρωπος!

Όταν το σκέφθηκα για λίγο

πείσθηκα πώς άνθρωπος δεν ήτανε αυτός.

Κι έτσι ή φύσις

μπορούσε να μένει ήσυχη.

Κι όμως η φύσις ανησυχούσε.

Κι έλεγες πώς με τον καιρό αυτός ο παλιοκερατάς

θα γίνει διχτάτορας εδώ μέσα.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Ένας άνθρωπος περπατά.

Η στράτα τον οδηγά.

Δεν έφτιαξε αυτός τη στράτα.

Μήτε χαλίκι δεν έβαλε.

Τον έφτιαξε η πολεοδομία

για να τελειώνουμε πια

μέ τούς ουρανοβάτες αγγέλους.

—Εμείς περπατάμε στη γη.

Ένας άνθρωπος

σκουντουφλά, προχωρεί.

Χτυπιέται, τρεκλίζει, προσπαθεί.

—Ή στράτα τον οδηγά

Αν είναι άγγελος στην ψυχή σου

μπορείς να κλάψεις, διαβάτη.


Βιογραφικό σημείωμα Γεννήθηκε στα Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου το 1926. Φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο της πόλης και στην Αμερικάνικη Ακαδημία Λάρνακας. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1952, μέσα από το περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα»˙ δημοσίευσε από τότε συνεργασίες του σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου˙ εξέδωσε, επίσης, τρεις ποιητικές συλλογές. Οι τρεις συλλογές του, ορισμένα ποιήματα που δημοσίευσε ο ίδιος και μερικά άλλα ανέκδοτα, συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν σ’ ένα τόμο, με επιμέλεια Θεοδόση Νικολάου – Φοίβου Σταυρίδη. Το 1954 πήρε το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό που προκήρυξαν τα «Κυπριακά Γράμματα», με την ποιητική συλλογή «Δοκιμασία Ονείρων», η οποία περιλήφθηκε σχεδόν ολόκληρη στη συλλογή «Παρεκκλίσεις». Πέθανε στο Λονδίνο το 1979.


Πηγή: ''Ελλάδα''
 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Κώστας Περδίκης: Τιμητική διάκριση

 Το διήγημά μου ''Μέχρι τη θάλασσα'' βρέθηκε μεταξύ των δέκα (10) βραβευμένων, στον 7ο Διαγωνισμό Διηγήματος του βιβλιοπωλείου IANOS, με θέμα ''παρά θιν' αλός''. Στον διαγωνισμό  συμμετείχαν 978 συγγραφείς. 


Μέχρι τη θάλασσα

 

Κυριακή απόγευμα, άνοιξη, λίγο πριν το ’60.

Κατηφορίζω τον κεντρικό δρόμο της αγοράς, πάνω στο καινούργιο μου ποδήλατο.

Είναι, ένα κατακόκκινο "Hercules".

Προσπερνώντας και το τελευταίο σπίτι, ο κάμπος απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος, με το χορτάρι ένα μπόι και τα αγριολούλουδα να οργιάζουν.

Μαργαρίτες, παπαρούνες και λαψάνες.

Χαίρονται τα μάτια να βλέπουν.

Ποδηλατώ στον μοναδικό δρόμο με άσφαλτο και τις ψηλές ακακίες στα πλάγια του.

Φτάνω και στο σπίτι του μπαρμπα-Γιώρη, με το πηγάδι και τη μεγάλη μουριά.

Τα παιδιά του, τα καλοκαίρια, λειτουργούν το μοναδικό καφενεδάκι στην παραλία, σε μια ξύλινη παράγκα.

Σερβίρουνε ούζα, λεμονοπορτοκαλάδες και υποβρύχια.

Νερό, τους πάει ο πατέρας τους από το πηγάδι, με το άλογό του και δυο βουτσέλες[1].

Κάνω ορθοπεταλιά για να ανέβω το τούμπι[2].

Μετά, αρχίζει η κατηφόρα και το μάτι το μόνο που αντικρίζει είναι η απέραντη, χρυσοκίτρινη αμμουδιά.

Αν κάτι ξεχωρίζει στους αμμόλοφους, είναι ένα μικρό μαντρί και τα φυτρωμένα  τόπους, τόπους σφερδούκλια[3].

Φτάνω στο τέρμα του δρόμου και ξεκαβαλάω.

Ακουμπάω το ποδήλατο στο πλάι της παράγκας.

Ο Βοριάς την έχει σχεδόν ξεσκεπάσει και θα χρειασθεί να στρώσουν στη σκεπή νέα ράπη[4], από κείνη που φυτρώνει γύρω από τη λίμνη μας.

Κάθομαι σε μια μισοσπασμένη καρέκλα, έχοντας απέναντί μου την ατέλειωτη θάλασσα.

Ξεχνιέμαι, αφήνω για ώρα τη σκέψη μου να ταξιδέψει.

Ψάχνω στον ορίζοντα μπας και δω τα Στροφάδια, που τόσα έχω ακούσει για το καστρομονάστηρό τους.

Εις μάτην όμως.

Αλλά, το ηλιοβασίλεμα με μαγεύει και δεν παίρνω από κει τα μάτια μου, μέχρι να δω  τον πορφυρένιο δίσκο να σβήνει το φως και τη λαύρα του, βουτώντας στο πέλαγος.

Την ίδια στιγμή, ένα υγρό αεράκι  που έρχεται από τη θάλασσα με κάνει να αναριγήσω.

Είναι ώρα να επιστρέψω.

Βλέπω το ποδήλατο να λείπει και το "Skoda" μου να με περιμένει παρκαρισμένο.

Και το όνειρο κάπου εδώ τελειώνει.

Ανοίγω την πόρτα του να μπω και μπαίνω στο… σήμερα.

Βάζω μπρος και ξεκινάω.

Τώρα, ο δρόμος μου φαίνεται πιο φαρδύς και έχει κι έναν μικρό ποδηλατόδρομο στη μια του πλευρά.

Περνάει μέσα από έναν οικισμό καινούργιο, με δεκάδες σπίτια, αυλές και δέντρα.

Είναι χτισμένα, εκεί, που κάποτε υπήρχαν μόνον οι αμμόλοφοι.

Τα έχτισαν, λένε,  οι αυτοαποκαλούμενοι "Οικιστές της παραλίας".

Είναι τα "αυθαίρετα".

Προχωράω και όσο προχωράω, τόσο το σήμερα παίρνει τη θέση του τότε…



[1] βουτσέλα = ξύλινο βαρελάκι για νερό

[2] τούμπι = χαμηλό ύψωμα

[3] σφερδούκλι = ασφόδελος

[4] ράπη = είδος καλαμιάς


Ανακοίνωση Νικητών - Απονομή Βραβείων | 7ος Διαγωνισμός Διηγήματος - «Παρά θίν' αλός» | IANOS - YouTube