Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Μαρίνα Καραγάτση (1936-2024): «Στη μνήμη του συμπατριώτη μου Υπάτιου Περδίου»





 

Η ΑΝΔΡΟΣ, ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ αναφοράς και προσωπικής απελευθέρωσης, ως το νησί που στοίβαζε τις αναμνήσεις και ένωνε τις διαφορετικές ταυτότητες, επανέρχεται, για μία ακόμα φορά, στα κείμενα της Μαρίνας Καραγάτση και συγκεκριμένα στο τελευταίο διήγημα που έγραψε με τον τίτλο «Στη μνήμη του συμπατριώτη μου Υπάτιου Περδίου».

 

Αυτό περιλαμβάνεται σε ειδική έκδοση της Άγρας με τον ίδιο τίτλο, συμπληρωμένη από τον αποχαιρετιστήριο λόγο που διάβασε ο Λεωνίδας Εμπειρίκος με αφορμή τον θάνατό της τον Ιούνιο του 2024.

 Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της πολυτάλαντης Μαρίνας και για το καλύτερο, ίσως, μυθιστορηματικό της κείμενο, το οποίο συνδέεται με τα προηγούμενα γραπτά, τα φωτογραφικά λευκώματα και την πολυδιάστατη καλλιτεχνική ματιά της πιο αδικημένης, μάλλον, γόνου της οικογένειας Ροδοπούλου.

Άμεσα συνυφασμένο με τις πιο αληθινές εικόνες της Άνδρου, βγαλμένες από μια εποχή όπου όλα ήταν «χειροποίητα», όπως συνήθιζε να λέει η ίδια, το διήγημα αποπνέει τη βαθιά ψυχική ουσία των σχέσεων και τις πιο απόκρυφες στιγμές των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας τον κοινό συνδετικό κρίκο της ανθρώπινης φύσης, πέρα από τις ταξικές αντιθέσεις.

Ίσως αυτό να ήταν και το χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε, τολμούμε να πούμε, τη Μαρίνα Καραγάτση από τον πατέρα της: μια ουσιαστική αγάπη για τον καθημερινό άνθρωπο του μόχθου ο οποίος έκρυβε μια βαθιά μυθιστορία και διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν άγραφο πολιτισμό που μοιράζονται όλοι, ανά τους αιώνες ‒ θαρρεί κανείς ότι ο τελετουργικός τρόπος με τον οποίο περιποιούνται οι γυναίκες το νεκρό σώμα του Υπάτιου Περδίου στο ομώνυμο διήγημα ανακινεί εικόνες από αρχαία τελετουργικά της Αιγύπτου.

Η σύντομη, αλλά πολύ πλούσια σε κρυφά μηνύματα ιστορία του Υπάτιου Περδίου εστιάζει, εν προκειμένω, στον μυστηριώδη θάνατο του άτυχου αυτού άνδρα παραμονή της Ανάστασης. Πρόκειται για την απώλεια ενός εκφραστή της πιο ουσιαστικής, ανώτερης στα μάτια της συγγραφέως, χειροποίητης τέχνης, ενός παπουτσή που είχε ζωγραφίσει η μητέρα της Νίκη, «η κόρη της Καρυστινάκαινας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο διήγημα, η οποία του είχε πει «ότι δεν την ενδιέφερε μόνο η έξυπνη φάτσα του αλλά και το καλλιτεχνικό ντύσιμό του. Πόσο ωραίος ήταν, του είχε πει, ο συνδυασμός της μπεζ καμπαρντίνας με το βυσσινί κασκόλ».

Το αισθητικό κριτήριο δεν ήταν, καθώς φαίνεται, στην αποκωδικοποιημένη αισθητική της Καραγάτση αποκλειστικό προνόμιο της αστικής τάξης αλλά κτήμα όλων και απότοκο της καθημερινής τάσης των τεχνουργών να δημιουργούν από το πουθενά κάτι όμορφο. Απόδειξη ότι ο ίδιος αναδεικνύεται σε ιδανικό καλλιτέχνη, ένας όμορφος άγγελος στην καρδιά της πιο άγριας καθημερινότητας, ενώ στην επόμενη ακριβώς σκηνή τον συναντάμε νεκρό και γυμνό μέσα στην κάσα, απαλλαγμένο από τα αίματα, σε μια περιγραφή που παραπέμπει σε σκηνές από γαλλικά μυθιστορήματα, με την απέριττη όμως ομορφιά ενός τσαρουχικού πίνακα.

Άλλωστε, και τα δυο στοιχεία συμφιλιώνονται μοναδικά στο σύμπαν της Καραγάτση και στον κόσμο της Άνδρου, όπου η συγγραφέας ανιχνεύει τα κύρια στοιχεία του λογοτεχνικού κόσμου και της αλήθειας της. Εκτός από το σπίτι και το μέρος που αγάπησε η μητέρα της, μακριά από την τύρβη της Αθήνας, το αγαπημένο της νησί έδειχνε να διαθέτει ανθρώπους που πάσχιζαν, αλλά διασκέδαζαν με την καρδιά τους και ήταν άμεσοι και αληθινοί, όπως η ίδια. Αυτοί ήταν που της δίδαξαν την αγάπη, μακριά από τα απωθημένα και τον αυταρχισμό ενός περίκλειστου, ενίοτε αστικού και μάλλον ανδρικού σύμπαντος.

Πηγή Lifo