«Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά»
ΑΠΟΡΙΕΣ
Τι νιώθει η έρημος
όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;
Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;
Ο δρόμος που τελειώνει σ’ αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου Χάρου;
Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;
Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου είν’ αδερφός τους;
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
Το χέρι που δίνει και το χέρι που παίρνει
ξέρουν ότ’ είναι δυό γλάροι που ζυγιάζονται
πάνω από το κενό της έλλειψης;
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ’ όλα τούτα τ’ άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ’ το προσκέφαλό του
περίστροφο ή όνειρα;
Τα πούπουλα του μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;
Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή του ερημίτη
όταν την αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δέντρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είν’ εκεί για να τ’ ακούσει;
Είναι το σκοτάδι που ’ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;
ΚΕΡΔΟΣ
Όταν σου ζήτησα νερό
δεν δίψαγα·
η πεθυμιά μου ήταν
της προσφοράς την προθυμία
ν’ απολαύσω.
ΣΤΙΓΜΗ
Οι καμινάδες
χέρια ικεσίας
στο Θεό της σιωπής·
η πολιτεία
προσεύχεται μες στη νύχτα.
ΠΛΗΡΩΜΗ
Στη μέση του μεσημεριού
η δίψα σου·
στης δίψας σου τη μέση
ένα πηγάδι
δίχως νερό,
γιομάτο σαύρες
και ψοφίμια.
Κι έσκυψες
πάνω σαπ’ το πηγάδι
κι έκλαψες
κι εκείνο σου ’πε,
«ευχαριστώ για τη δροσιά».
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στις 22 του Απρίλη 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης, δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.
Πηγή:Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου