Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ (1919-1998): Ο σημαντικός ποιητής από την Κυπαρισσία



Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

Θὰ σᾶς περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.
Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Ο δωρικός ναός του ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ στις Βάσσες Φιγαλείας:


Ευρωπαίοι μελετητές-περιηγητές, που ασχολήθηκαν με τον ναό:

Ο εντυπωσιακός δωρικός ναός των κλασικών χρόνων του Επικουρίου Απόλλωνα στη Φιγάλεια, καθώς είναι από τα λίγα αρχαία μνημεία που στέκουν όρθια στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώθηκε στα σχέδια και τα χαρακτικά πολλών περιηγητικών εκδόσεων, αλλά και έτυχε ανελέητης διαρπαγής του γλυπτού του διάκοσμου.
Κάτοψη του ναού του Απόλλωνα δημοσιεύεται στην αρχιτεκτονική μελέτη του W. Wilkins (1807) και μια πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση με σχέδια, κατόψεις, τομές και μετρήσεις των αρχιτεκτονικών μελών του ναού έχουμε στην έκδοση της Εταιρείας των αρχαιόφιλων Dilettanti στα 1830 (Ch. R. Cockerell).
Απόψεις του ναού, έτσι όπως φαίνεται στην πλαγιά των αρκαδικών ορέων, συναντάμε στα έργα των: W. Haygarth στα 1814, ο οποίος κατορθώνει, όπως και το κείμενο που συνοδεύει τους πίνακές του, να αποδώσει ποιητικά το κτίσμα, W. Williams στα 1829 με την έντονη εναλλαγή του σκοτεινού/φωτεινού που προτιμά σε όλα του τα έργα ο ζωγράφος αυτός περιηγητής, C.Frommel στα 1830, F.Ch.H.L. Pouqueville σε έκδοση του 1835. Οι λιθογραφίες του Α.-V. Joly (1824), εμπνευσμένες από προγενέστερα έργα παρόμοιας θεματικής, εναρμονίζονται απόλυτα με το φιλελληνικό πνεύμα της εποχής.
Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G.A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν, ανάμεσα τους και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνα. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη.
Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Όμως ο Ο.M. von Stackelberg ήταν ένας από την πολυπληθή ομάδα των αρχαιόφιλων Ευρωπαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν ανασκαφές και λαφυραγώγησαν τον γλυπτό διάκοσμο από δύο σημαντικά αρχαία μνημεία στον ελλαδικό χώρο (τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες). Στην έκδοση αυτή (1826) παραδίδονται, σε εξαιρετικές λιθογραφίες, οι λίθοι με τα γλυπτό διάκοσμο από τον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα καθώς και απόψεις του ναού και του περιβάλλοντα χώρου.
Πλούτο πληροφοριών, τόσο για το ιστορικό τοπίο όσο και για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Ελλήνων κατά την προεπαναστατική περίοδο, μας παραδίδουν οι εξαιρετικής ποιότητας πίνακες του Ed.  Dodwell  στα 1819 (και Ed. Dodwell, 1819). Σε μια από τις πολλές εκδόσεις πάνω στα ήθη, τα έθιμα, τις ενδυμασίες και τα μνημεία της Ελλάδος (Griechenland, 1825c), η εικονογράφηση δανείζεται πίνακες από δημοφιλή ταξιδιωτικά έργα τα οποία είχαν κυκλοφορήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως συμβαίνει και με το θέμα του ναού του Επικουρίου Απόλλωνα.
Οι λιγοστοί πίνακες που κοσμούν την έκδοση (1794-96/1913) με τις επιστολές του J.B.S. Morritt, αποτελούν σπάνια δείγματα με σχέδια ζωγράφων που συνόδευαν τους περιηγητές και απεικονίζουν γνωστά μνημεία αλλά και ιστορικές περιοχές.
Τα καλλιτεχνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, με ταξιδιωτικό αλλά και αφηγηματικό περιεχόμενο, δημοσίευαν πίνακες με απόψεις σημαντικών μνημείων της Ανατολής συνοδευόμενους από εμπεριστατωμένα επεξηγηματικά κείμενα. Αποτελούσαν ευπώλητες εκδόσεις με ψυχαγωγικό αλλά και εποικοδομητικό χαρακτήρα (M. Busch, 1869)
Η διεισδυτική ματιά και η παρατηρητικότητα στους χώρους και τους ανθρώπους που χαρακτηρίζει το κείμενο του H. Belle(1881) διακρίνεται και στο εικονογραφικό υλικό που εμπλουτίζει το χρονικό του. Στα 1882 έχουμε άποψη του ναού στην έκδοση του R.R. Farrer και στην επανέκδοση του πολύ πετυχημένου (περισσότερο ιστορικού-αφηγηματικού παρά ταξιδιωτικού) έργου του Cr. Wordsworth, όπου δημοσιεύεται και μια φανταστική αναπαράσταση του αρχαίου ναού. Το έργο του πολυγραφότατου Ιρλανδού λογίου J.P. Mahaffy που αναφέρεται σε περιηγήσεις του (1890) και στις Βάσσες εμπλουτίστηκε με εξαιρετικές ξυλογραφίες. Τα χαρακτικά αυτά προήλθαν από σχέδια με μολύβι, τα οποία βασίστηκαν σε φανταστικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες. Ο ναός και το τοπίο αποδίδονται και στα χαρακτικά που συνοδεύουν την έκδοση του A. Schweiger Lerchenfeld(1887), ενώ φωτογραφία του ναού έχουμε και στο έργο του E. Reisinger (1923).
Χαρτογράφηση της περιοχής συναντούμε στην γεωγραφική και χαρτογραφική έκδοση του F. Aldenhoven (1841) σε τυπογραφείο της Αθήνας, πρωτεύουσας πλέον του Ελληνικού Κράτους, ενώ τα περίφημα ανάγλυφα από τη ζωφόρο με την παράσταση της Αμαζονομαχίας (σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο) περιλαμβάνονται στα έργα των J.J. Horner (1823) και A. Schweiger Lerchenfeld (1887).
Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Κώστας Περδίκης:

βόλτα με τον θείο μου

Κρατώντας με απ’ το χέρι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Ηρώδου Αττικού.
Αρχές Ιουλίου, με έναν καταγάλανο ουρανό πάνω μας και με εκείνο το φως, που έκανε τα πάντα να λάμπουν.
Είχαμε ξεκινήσει σχετικά νωρίς για να προλάβουμε την πολλή ζέστη.
Το πρόγραμμα εκτός από την ξε­νάγηση στο κέντρο, είχε και μπάνιο στο Φάληρο.
Με τζόκεϊ, σορτσάκι και πέδιλα, έμπλεος χαράς, ανυπομονούσα για ό,τι και­νούργιο θα ’βλεπα εκείνη τη μέρα.

Λίγο παρακάτω κάναμε την πρώτη μας στάση, για να μου δείξει το παλάτι του Βασι­λιά.
Δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, απ’ τα τόσα πολλά που είχα διαβάσει στα παραμύθια αλ­λιώς το περίμενα.
Οι εύζωνοι, όμως, που καμαρωτοί βημάτιζαν πάνω κάτω, στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο, ήσαν πράγματι ζηλευτοί.
Στα δεξιά μας και σ’ όλο το μήκος του δρόμου είχαμε τον Βασιλικό κήπο.
Μέσα από τα ψηλά κάγκελα έμοιαζε με αληθινό δάσος.
Οι φωνούλες των πουλιών και ο σαματάς από τα τζιτζίκια έφταναν μέχρι έξω.

Στο τέλος του δρόμου η ασπράδα από τα μάρμαρα του Σταδίου με θάμπωσε, καθώς τα έλουζε ο ήλιος.
Ήταν όπως το είχα φανταστεί, τεράστιο.
Απέναντι, απ’ την άλλη πλευρά της λεωφόρου, ο Δισκο­βόλος  πάνω στο βάθρο του, έμοιαζε ολοζώντανος, έτοιμος να πετάξει μακριά τον δίσκο.
Τέλεια ομορφιά, όπως εκείνη του Ερμή, που είχα δει στο μουσείο της Ολυμπίας.
Θαυμάζαμε τα πέριξ, όταν ακούστηκε το καμπανάκι και από μπροστά μας πέρασε με θόρυβο το τραμ, που γύριζε απ’ το Παγκράτι, πηγαίνοντας προς το κέντρο.
Δεν ανεβήκαμε, αλλά συνεχίσαμε με τα πόδια στο φαρδύ πεζοδρόμιο, πλάι στον κήπο.
Ήταν στα κέφια του, άρχισε να μου σιγοτραγουδάει:
ʺΣτο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα, συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσαʺ.

Θα ’μουν, δεν θα ’μουν επτά χρονών.
Εκείνος περασμένα τα πενήντα, σχετικά ψηλός, κομψός, με ανοιχτά γαλάζια μάτια.
Ένας τύπος έξω καρδιά.
Ο θείος μου ο Μήτσος, αδελφός του πατέρα μου.
Βίος και πολιτεία!
Απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων, πήρε μέρος σαν ανθυπολοχαγός στην Μικρασια­τική εκστρατεία και η χάρη του έφθασε μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ.
Γύρισε, ευτυχώς, ζωντανός από κείνο τον χαμό, κουβαλώντας στη ψυχή του όλα όσα είδε και έζησε από κοντά.
Ο χαμένος πόλεμος και η καταστροφή τον σημάδεψαν, στάθηκαν καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή του.
Παράτησε το στράτευμα  και ξενιτεύτηκε στην Αφρική, στο τότε Βελγικό Κονγκό, να βρει εκεί μακριά την τύχη του.

Φτωχός πήγε και φτωχός γύρισε.
Το μόνο που κατόρθωσε εκεί ήταν να βρει την Αρχοντία.
Μια άσχημη και μεγαλύτερή του γυναίκα, που ο πατέρας μου και τα άλλα του αδέλφια δεν κατάλαβαν ποτέ τι της βρήκε και την παντρεύτηκε.
Αυτός που, αν πιστέψω τα λόγια μιας θείας μου, όταν ερχόταν με άδεια και βολτά­ριζε στην αγορά με τη στολή του εύελπη , ανύπαντρες και παντρεμένες τον κρυφο­κοίτα­ζαν από τις γρίλιες των παραθύρων…
Δεν απόκτησαν παιδιά και μέχρι που πέθαναν ζούσαν πολύ φτωχικά σε ένα παλιό διώροφο νεοκλασσικό, στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Παρ’ όλα αυτά όμως,  ποτέ του δεν έχασε την αρχοντιά και το χιούμορ του.

Με κατεύθυνση το Ζάππειο, φτάσαμε στο πλατύ ξέφωτο και  στρίψαμε δεξιά.
Περάσαμε το μεγάλο σιντριβάνι και ανεβήκαμε τη φαρδιά σκάλα, με τις δυο τερά­στιες γλάστρες στις άκρες της.
Το κτίριο του Ζαππείου με τα μαρμάρινα σκαλιά, τις ψηλές κολώνες και το αέτωμα, μας παρουσιάστηκε με­γαλόπρεπο.
Στη μεγάλη αλάνα κόσμος πολύς έκανε τη βόλτα του και δεκάδες πιτσιρίκια, σαν και μένα, με ολοκαίνουργια ποδήλατα και πατίνια πέρναγαν με δαιμονισμένη ταχύ­τητα, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσά μας.
Πόσο ζήλεψα εκείνα τα παιδάκια με τα ποδήλατα και τα πατίνια…
Κάτσαμε μετά στην Αίγλη και ο θείος παράγγειλε καφέ και για μένα παγωτό.
Η δροσερή του γλύκα στο χάρτινο κυπελλάκι, δυστυχώς, τέλειωσε πολύ γρήγορα και μου απόμεινε το ξύλινο κουταλάκι, να το γλύφω για πολύ ώρα μετά…
Απέναντί μας, στο βάθος, ο Παρθενώνας άστραφτε στο πρωινό φως, πάνω στον βράχο.

Στο Σύνταγμα, στη μεγάλη άπλα μπροστά από τη Βουλή,  χαζέψαμε τους φρουρούς του άγνωστου στρατιώτη, που έστεκαν ακίνητοι σαν μαρμαρωμένοι, έξω από τα μι­κρά τους φυλάκια.
Κοπάδια από περιστέρια πετούσαν από δω κι από κει τσιμπολογώντας λαίμαργα τα σπόρια απ’ τις χούφτες, όσων είχαν τον καημό να τους αποθανατίσει ο υπαίθριος φω­τογράφος.
Ο θείος, δοθείσης της ευκαιρίας, δεν παρέλειψε να μου επισημάνει ότι η Μεγάλη Βρετάνια ήταν το πιο μεγάλο ξενοδοχείο σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Πήραμε ύστερα το τραμ, που πέρναγε μπροστά από την πύλη του Αδριανού, για να πάμε στο Παλιό Φάληρο.
Στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού, λίγα μέτρα πιο πέρα άρχιζε η πλαζ.
Με το που αφήσαμε κάτω τα πράγματά μας, έβαλα το μαγιό μου και ξαμολήθηκα στη θάλασσα.
Τόση ήταν η λαχτάρα μου να πέσω στο νερό, που πατώντας, απρόσεχτα, πάνω στα πράσινα μούσκλια γλί­στρησα,  με κίνδυνο να χτυπήσω πολύ άσχημα.
Η μόλυνση του Σαρωνι­κού είχε από τότε αρχίσει…
Ο θείος μου, συνειδητοποιώντας τι μπορούσα να είχα πάθει, συγχύστηκε ο φουκαράς τόσο πολύ, που του κόπηκε η όρεξη για μπάνιο.
Τελικά, μπήκαμε μαζί στη θάλασσα, αλλά για λίγο.

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτίρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπι­στήμιο και τη Βιβλιοθήκη.
Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βιαστικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη.
Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομόνοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ.
Στην πλατεία Κουμουνδούρου κατεβήκαμε.
Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.

Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυχοπλάκωμα.
Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο.
Η Αρχοντία, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλατύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο.
Έδειχνε να μ ’αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.
Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα.
Περασμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες.
Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως.
Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χαζεύω, κάτω, τ’ αυτοκίνητα και τον κόσμο.
Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δεκάδες πιτσιρίκια πλατσού­ριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα  κοντινά παγκάκια τους φώ­ναζαν, σαν  υστερικές, να προσέχουν.
Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπανα­ριό της Αρμένικης εκκλη­σίας και ακούγαμε τις  καμπάνες της.
Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστο­ρίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι.
Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το του μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψί­ματά της, καθότι μοδίστρα.
Μπήκα μέσα όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα…
Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.
Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση .
Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύνατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι.
Ο μεγάλος μου ξάδελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σινεμά, αλλά και η κατα­σκήνωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.

Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα  την Αρχοντία, που μου κλαψού­ριζε  να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της  Ελευσίνας.
ʺΑ ρε μπαγάσα μου φεύγειςʺ, μου πέταξε καθώς με αγκά­λιαζε, ʺτου χρόνου θα σε ξα­ναδώʺ.
Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα…
Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο.
Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε.
Του έκανα με το χέρι μου αντίο.
Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε.
Μου φάνηκε, βαρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκο­τεινό σπίτι…   

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Η Πατησίων και τα Πατήσια :


Η Πατησίων και τα Πατήσια ως ο εξοχικός προορισμός της πρωτεύουσας

Το μικρό χωριουδάκι στα βόρεια των Αθηνών, που πνιγμένο στο πράσινο φιλοξενούσε τις εξορμήσεις των παλιών Αθηναίων. Ο δρόμος στον οποίο «πήγαινες ίσια» ήταν, φυσικά, η Πατησίων, ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους δρόμους της πρωτεύουσας.

Ας μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω. Η Αθήνα δεν ήταν η μεγαλούπολη που είναι σήμερα και οι κάτοικοί της δεν είχαν τη δυνατότητα να αποδρούν συχνά, αφήνοντας πίσω τους το κλεινόν άστυ. Ένα μικρό χωριουδάκι όμως στα βόρεια της πόλης, πνιγμένο στο πράσινο και τα νερά, υπήρξε διαχρονικά ο προορισμός γι' αυτές τις λιγοστές εξορμήσεις των παλιών Αθηναίων. Το όνομα αυτού, Πατήσια. Και από εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα από πού προήλθε αυτό το όνομα.
Κάποιοι λένε ότι είναι παραφθορά του επιρρηματικού τύπου «Βατήσι» από τον αρχαίο ελληνικό Δήμο Βατής, άλλοι ότι προέρχεται από τον Τούρκο αξιωματούχο της οθωμανικής περιόδου ονόματι Πατίς-Αγά ή ότι προέκυψε από τα «πατήχεια» κτήματα, δηλαδή τα κτήματα της οικογένειας Πατήχη. Τέλος, υπάρχει και η θεωρία ότι προήλθε από τη φράση «πάτε ίσια», που δινόταν εν είδει οδηγίας σε όποιον ήθελε να φτάσει στην περιοχή από την Αθήνα.

Ο δρόμος στον οποίο «πήγαινες ίσια» ήταν, φυσικά, η Πατησίων, ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους δρόμους της πρωτεύουσας.
Κατασκευάστηκε το 1841 κατά τη διάρκεια της δημαρχίας Καλλιφρονά και ακολούθησε την αρχαία οδό προς τον Δήμο της Βατής. Αποτέλεσε εξαρχής τον αγαπημένο εξοχικό περίπατο των Αθηναίων, των οποίων η πόλη περιοριζόταν χονδρικά σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «ιστορικό κέντρο».   Την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα το χωριουδάκι μεγαλώνει –στην απογραφή του 1879 τα Πατήσια μετρούν 847 μόνιμους κατοίκους– και γίνεται ουσιαστικά το πρώτο προάστιο της Αθήνας.

 Ο περιηγητής Edmont About, που είδε την Αθήνα του 1854, μας λέει για την Πατησίων: «Όταν έχεις διασχίσει όλη την οδό Αιόλου, έχοντας πίσω σου την Ακρόπολη και τους Αέρηδες, βλέπεις μπροστά σου έναν σκονισμένο δρόμο μήκους ενός χιλιομέτρου, που καταλήγει σε ένα μικρό χωριό. Αυτό το χωριό ήταν στην Τουρκοκρατία η έδρα του πασά. Το όνομα "πασάς" ή "πατισάχ" τού έχει μείνει, κάπως παρεφθαρμένο είναι αλήθεια. Οι Αθηναίοι το ονομάζουν "Πατήσια". Ο δρόμος των Πατησίων είναι ο αθηναϊκός ιππόδρομος. Αν έλεγα ότι είναι ένας τόπος ψυχαγωγίας, θα έλεγα ψέματα... Ο δρόμος είναι κακοσυντηρημένος και άσχημα θα κρατούσε τη θέση του ανάμεσα στους δικούς μας, κοινοτικούς δρόμους. Τα δέντρα με τα οποία επεχείρησαν να τον πλαισιώσουν ξεράθηκαν ή ξεραίνονται. Οι τέσσερις ή πέντε ταβέρνες που υψώνονται δεξιά και αριστερά δεν είναι Παρθενώνες. Τα κριθαροχώραφα ή οι ακαλλιέργητες εκτάσεις απ' όπου περνά ο δρόμος δεν κάνουν έναν επίγειο παράδεισο. Ωστόσο, οι περιπατητές που μαζεύονται σ' αυτόν το δρόμο μπορούν να βλέπουν, όταν το επιτρέπει η σκόνη, ένα από τα ωραία πανοράματα του κόσμου. Έχουν μπροστά τους την Πάρνηθα, κομμένη από μια χαίνουσα χαράδρα. Πίσω τους η Αθήνα και η Ακρόπολη. Δεξιά ο Λυκαβηττός. Αριστερά η θάλασσα, τα νησιά και τα βουνά του Μοριά. Ο κομψός κόσμος της Αθήνας έχει για κυριότερη ψυχαγωγία του, χειμώνα-καλοκαίρι, τον περίπατο στην οδό Πατησίων. Φθάνουν εκεί με τα πόδια, με αμάξι και κυρίως με άλογο. Κάθε Έλληνας που βρίσκει να δανεισθεί τριακόσιες δραχμές, βιάζεται να αγοράσει ένα άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει τρεις δραχμές, τις διαθέτει νοικιάζοντας ένα άλογο».

 
Λίγα χρόνια μετά, τη δεκαετία του 1880, κάνει την εμφάνισή του το ιππήλατο τραμ, ένα βαγόνι τρένου, δηλαδή, που το έσερναν τρία κακόμοιρα άλογα. Με αυτό τον τρόπο η απόσταση Αθήνα-Πατήσια μειώθηκε στα 45 λεπτά και στοίχιζε μία δεκάρα της δραχμής, την ώρα που το μέσο μεροκάματο τότε ήταν 3 δραχμές περίπου. Εκείνη την εποχή, στο ύψος που αργότερα θα δημιουργούνταν το Πεδίον του Άρεως, συγκεντρώνονταν οι Αθηναίοι δύο φορές την εβδομάδα στις παραστάσεις της μπάντας του στρατού, που έπαιζε πάνω σε μια πολυγωνική εξέδρα – εξού και η κατοπινή ονομασία της συνοικίας του Πολύγωνου. Τότε, στους περιπάτους στην Πατησίων, λέγεται ότι η επιλογή του πεζοδρομίου ενείχε ταξικά κριτήρια: η αριστοκρατία προχωρούσε στα δεξιά και ο υπόλοιπος λαός στα αριστερά.

Είτε περπατώντας αριστερά ή δεξιά, είτε παίρνοντας τα πρώτα μέσα μαζικής μεταφοράς της Αθήνας (τα ιππήλατα τραμ), είτε νοικιάζοντας κάποια άμαξα, ο τελικός προορισμός ήταν τα περιβόλια και οι ταβέρνες των Πατησίων. Γράφει η εφημερίδα «Εμπρός» στο φύλλο της Πρωτομαγιάς του 1900, σε άρθρο για τους εορτασμούς των Αθηναίων: «Και πρώτον εις τα Πατήσια, τα πάνδροσα και βαθύσκια και μυριόχρωμα και αρωματισμένα Πατήσια, τα οποία έχουν τα πρωτεία προκειμένου περί Πρωτομαγιάς. Η αγαπημένη εξοχούλα, η δροσόλουστος και χαϊδεμένη, εδέχθη χθες όλας τας Αθήνας σχεδόν (...). Η μακροτάτη και ευρεία και κονιορτοβριθής οδός (σ.σ. η Πατησίων) είχε πνιγή εις την ανθρωποθάλασσαν». Εκείνη την ημέρα οι Αθηναίοι επέστρεφαν σπίτι με τα στεφάνια τους, τα οποία κρεμούσαν στην εξώπορτα για να τα ρίξουν στη φωτιά στις 23 Ιουνίου, στη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα.

Την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα το χωριουδάκι μεγαλώνει –στην απογραφή του 1879 τα Πατήσια μετρούν 847 μόνιμους κατοίκους– και γίνεται ουσιαστικά το πρώτο προάστιο της Αθήνας. Ο εξοχικός χαρακτήρας της περιοχής όμως παραμένει για αρκετές δεκαετίες και οι πλούσιοι Αθηναίοι επιλέγουν να φτιάχνουν εκεί τα εξοχικά τους. Κάποια από αυτά στέκουν ακόμα, έχοντας γλιτώσει από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, να μας θυμίζουν εκείνη την εποχή.
  
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.

  Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΥΡΙΑΖΗ

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ (1935): Περί έρωτος...


ΑΦΙΕΡΩΣΗ 1980

Είχα ξεχάσει πως μυρίζει το γιασεμί.


Αλλά βγαίνοντας στη νύχτα, ξαφνικά, 

ντυμένος λεπτό χιτώνα τον ιδρώτα σου 
ντυμένος χρυσό ιμάτιο το άρωμά σου,
χτύπησα πάνω στην οσμή του γιασεμιού σαν σε γυάλινο τοίχο. 

Ονειρεύομαι αυτό που έζησα. 

Το σώμα το δροσερό με τους ίσκιους, 
το σώμα το δυνατό με την έκσταση 
και την κραυγή, την κραυγή – 

Σ’ αγαπώ τρυφερά και σ’ αγαπώ άγρια, 

περπατώ την νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα, 
στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού 
και προφητεύω. 

Αμφισβητώ το ποίημα, είναι φτωχό. 

Είμαι κι εγώ φτωχός χωρίς εσένα. 
Αν ποίημα είμαστε μαζί 
δεν έχω γράψει καλύτερο.



Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΠΑΡΑΤΑΣΗ


Ο ερωτευμένος γέροντας

γελοίος στους άλλους, αλλά ευτυχισμένος,
κρατάει στα δάχτυλα
αφή νεότητας
και ονειρεύεται άλλη μία ζωή.

Ο ερωτευμένος γέροντας

ευσυγκίνητος βουρκώνει
με το τίποτα:
το αγκαθωτό τρίχωμα 
στην εφηβική  μασχάλη.

Ο ερωτευμένος γέροντας

δεν είναι πια γέρος – αλλά γερός. 
Νιώθει να φουσκώνει το στήθος του,
σαν αερόστατο ανεβαίνει, 
βλέπει την ζωή του από ψηλά: λίγη.
Απαιτεί χρόνο.

Ο ερωτευμένος γέροντας

ζητάει από τον διαιτητή
να κρατήσει καθυστέρηση.
Να του δώσει ευκαιρία
για παράταση.

Και ίσως τότε κερδίσει στα πέναλτι

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Από το μπλοκάκι μου:

Λόγω του σημερινού εορτασμού της Πρωτομαγιάς,
λίγος σοσιαλιστικός ρεαλισμός από το ''ηρωικό'' 1980.