Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911):

                    

Προς την μητέρα μου

 Μάννα μου, ἐγώ 'μαι τ' ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι' ἂν στραφῇ κι' ἀπ' ὅπου κι' ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' ἀποδαρμένη
 μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ' ἀφρισμένη,
 παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
 κι' ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
 Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν' ἀράξω,
 μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
 Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
 τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν' ἀγναντέψω.
 Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
 κι' ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
 ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι' ἄμμο·
 εἶναι κι' ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π' ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι' ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.
 Κι' ἐκείνη μ' ἀποκρίθηκε κι' ἐκείνη ἀπελογήθη:
 «Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης·
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες·
 ὅντας σὲ ἔπλασ' ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες».

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Κώστας Περδίκης:

ο κοκκινολαίμης

Φλεβάρης μήνας.
Κρύο πολύ, ψόφος.
″Τα κρύσταλλα″, στα λιμνασμένα νερά, δεν λένε να λιώσουν.
Σάββατο απόγευμα και νοιώθω ξαλαφρωμένος από το καθημερινό βάσανο του σχολείου.
Στέκομαι στο παράθυρο, που βλέπει στον μικρό μας κήπο και χαζεύω έξω.
Η μυγδαλιά άνθισε και φέτος νωρίς-νωρίς.
Καμαρώνει στ’ άσπρα της.
Στη λεμονιά και στις πορτοκαλιές οι καρποί γυαλίζουν, όλο φρεσκάδα.
Απέναντι, από τις καμινάδες, ο καπνός βγαίνει ντουμάνι.
Έχει συννεφιά, αλλά το φως είναι ακόμη αρκετό.
Κάτω από τα δέντρα, στο σκαμμένο χώμα, ένα σμάρι σπουργίτια τσιμπολογάνε ό,τι  βρουν μπροστά τους, ξυλιασμένα και πεινασμένα καθώς είναι.
Έχω στυλώσει τώρα τα μάτια μου εκεί, κοντά στον φράκτη, που έχω στήσει την πλακοπαϊδα.
Είμαι όλο αγωνία.
Λαχταράω να δω αν θα τα καταφέρω.

Την τέχνη την είχα μάθει από τη γρια Ασπασία, τη γιαγιά από τη μητέρα μου.
Ήταν μαστόρισσα στις πλακοπαϊδες.
Έτσι και ξεγελιόταν κανένα πουλάκι και πήγαινε προς τα κει για να φάει από το δόλωμα, που η γρια είχε βάλει, δεν τη μπουρμπούραγε.
Τα μάδαγε, μετά,  και τα ’ψηνε στο παραγώνι.
Ο μεζές τους την τρέλαινε.
Όλη τη δουλειά την έκανε μια μεγάλη πλάκα από ψωμολίθι, που την κράταγαν όρθια, με μικρή κλίση, μερικά ψιλά ξυλαράκια.
Έτσι και ακούμπαγε ο απρόσεχτος και πεινασμένος επισκέπτης σ’ ένα από αυτά, η πλάκα έπεφτε και τον πλάκωνε.

Έβλεπα τα σπουργίτια όλο και να πλησιάζουν προς τα κει.
Τα σπυριά του σιταριού και τα ψίχουλα, που είχα από πριν ρίξει, τα τράβαγαν σαν μαγνήτης.
Κάποτε βλέπω την πλάκα να πέφτει.
Ξαμολιέμαι κουτρουβαλώντας τη σκάλα να δω τι έπιασα.
Σηκώνω την πλάκα και παίρνω στη χούφτα μου το θύμα.
Είναι ένα μικρούλικο, τόσο δα πουλάκι, με μια πορτοκαλιά τούφα κάτω από τον λαιμό του.
Ένας μικρός κοκκινολαίμης, ένας λέγκος.
Η γιαγιά κάποια φορά μου τον είχε δείξει.
Είναι ζεστός ακόμη, ζωντανός, σαλεύει μέσα στη χούφτα μου.
Τρέχω πάνω στο σπίτι, τον βάζω σ’ ένα χαρτοκούτι και τον πάω κοντά στη σόμπα.
Σιγά-σιγά με τη ζεστασιά συνέρχεται, ζωηρεύει.
Στέκεται στα ποδαράκια του και κάνει τα πρώτα βήματα.
Του βάζω σε ένα φλιτζανάκι νερό και ρίχνω στο κουτί λίγα ψίχουλα.
Όσο περνάει η ώρα τόσο και ξεθαρρεύει.
Δοκιμάζει να πετάξει.
Βγαίνει από το κουτί και φτάνει μέχρι το ντουλάπι.
Ξαναδοκιμάζει και πετάει πιο ψηλά, μέχρι το ταβάνι.
Έχει καρδαμώσει τώρα.
Τετραπέρατος, καθώς είναι, βρίσκει το μικρό πέρασμα στο παράθυρο, που η μητέρα άφηνε πάντα, για να παίρνει αέρα η σόμπα και την κοπανάει.
Βγαίνει έξω στην παγωνιά και στο ρίσκο των πλακοπαϊδων.
Αφήνει τη ζεστασιά και το φαϊ μας.
Είναι λεύτερος όμως…

Τον άλλο χειμώνα ένας ίδιος κοκκινολαίμης ήρθε και χοροπήδαγε για μέρες στο πεζούλι του παραθύρου μας.
″Είναι ο δικός σου″, ακούω τη μητέρα μου να λέει.
″Ήρθε για το ευχαριστώ″.
Μου φάνηκε τόσο απίθανο.
Από την άλλη όμως και τι δεν θα ’δινα να ήταν στ’ αλήθεια εκείνος…

Δεν ξανάστησα, από τότε, άλλες πλακοπαϊδες.
Όλη μου η περιέργεια και η λαχτάρα να δω να πιάνεται ένα πουλί, ξεθύμαναν μ’ εκείνον τον μικρό κοκκινολαίμη.
Αργότερα, που ο κολλητός μου φίλος έγινε δεινός κυνηγός, εγώ δεν του έμοιασα.
Ποτέ μου δεν απόκτησα τουφέκι.
Πάλι εκείνος ο κοκκινολαίμης είχε κάνει το θαύμα του…

_____________________________________________________________________
μπουρμπουράω = γλυτώνω
πλακοπαϊδα = πλακοπαγίδα
λέγκος = κοκκινολαίμης

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Για τη σημερινή μέρα: αντί για καρδούλες, λουλούδια και σοκολατάκια...

                  Ένας άντρας, σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης, μιλά για τη γυναίκα του που                           πέθανε τον περασμένο μήνα, μετά από 62 χρόνια συνταυτισμένης ζωής    

                                    
       "Η γυναίκα μου πέθανε τον περασμένο Γενάρη. Ήμασταν παντρεμένοι για 62 χρόνια. Με βρίσκεις σε μια στιγμή που σκέφτομαι πολύ γύρω από το θέμα της αγάπης, γιατί διαβάζω τα Σονέτα του Σέξπιρ. Ο ορισμός της αγάπης είναι ρευστός, γι αυτό και μιλάμε γι' αυτήν ακατάπαυστα. Ακόμη κι ο Σέξπιρ δεν μπορούσε να αγγίξει το θέμα. Οι μεγαλύτερες ιστορίες αγάπης καταλήγουν τελικά να μιλάνε για τη φυσική έλξη. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δεν ήξεραν καν αν προτιμάνε τα ίδια βιβλία και τις ίδιες ταινίες. Ήταν απλώς χημική έλξη. Όμως μετά από 62 χρόνια, γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό. Η γυναίκα μου έλεγε: "Γίναμε ένα". Και σε διαβεβαιώ, δεν ήταν τύπος που υπερβάλλει. Τώρα που έφυγε, συνειδητοποιώ πόσο δίκιο είχε. Τόσα πολλά από τις ζωές μας είχαν δεθεί μαζί! Ήμασταν γεμάτοι στοργή. Και μοιραζόμασταν κάθε τελετουργία της ζωής μας. Μου λείπει κάθε φορά που βγαίνω από ένα σινεμά και δεν μπορώ πια να τη ρωτήσω τη γνώμη της. 'Η κάθε φορά που πάω σε ένα εστιατόριο και δεν μπορώ να της δώσω μια μπουκιά από το κοτόπουλό μου. Πιο πολύ μού λείπει τη νύχτα. Πέφταμε κι οι δυό στο κρεβάτι την ίδια ώρα κάθε βράδι..." ―Ηumans of New York... Aφιερωμένο σε όσους η αγάπη τους γιορτάζει σήμερα Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ (1914-1988): Ζωγράφος και διακεκριμένη χαράκτρια.



"Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογ­γίου"
αυτοβιογραφικό σημείωμα της Βάσως Κατράκη.

"Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέ­ουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά κα­θότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία. Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπά­νια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευό­τανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διε­θνή Έκθεση στο Παρίσι. Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτη­τής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωμα­τιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρό­τερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυό τους. Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστά­νια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ' άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ' αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινό­τανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λο­γικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα: - Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω. - Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη. Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώ­τημα. Κι' αν γίνω ζωγράφος; Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλό στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χί­λιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πί­κρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω. Πήγα στη Σχολή Καλών Τε­χνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ' αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις. Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζω­γραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δυό επαί­νους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κα­τοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πό­λεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξο­ρίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες. Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες. Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση








Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Κώστας Περδίκης:

έτσι έπρεπε να γίνει…
(στον Γιάννη Κρ.)

Ο κρότος από την τουφεκιά ακούστηκε εκκωφαντικός, σπάζοντας την πρωινή σιγαλιά του κάμπου.
Θα ’τανε δεν θα ’τανε εννιά η ώρα.
Γύρισα το κεφάλι προς τα κει να δω.
Ήταν πεσμένος στο πλάι, τελείως ακίνητος.
Η μητέρα μου, λίγο πιο πέρα από μένα, κοίταζε κι αυτή.
Ο Γιάννης πλησίασε με το τουφέκι κατεβασμένο να δει από κοντά.
Γύρισε πάλι στην προηγούμενη θέση του, γύρω στα οκτώ μέτρα μακριά και έβαλε δεύτερο φυσίγγι.
Σημάδεψε και ξανάριξε.
Ήταν η χαριστική βολή.
Μπορεί και να μη χρειαζόταν, αλλά το ’κανε για να ’ναι σίγουρος.
Έτσι γράφτηκε το τέλος της ζωής του αγαπημένου μας Αηδόνη.
Του σκύλου μας.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και τον Αηδόνη.
Έξυπνο σκυλί, μεσαίο μπόι.
Γυαλιστερό τρίχωμα, άσπρο με λίγο μαύρο τόπους-τόπους.
Φύλακας άγρυπνος του εξοχικού μας.
Μύγα να πέρναγε από το δρομάκι, μπροστά από το σπίτι μας, χάλαγε τον κόσμο στο γαύγισμα.
Όλη του τη ζωή, σχεδόν, την πέρασε δεμένος στην αυλή, με μια μακριά αλυσίδα από το κολάρο του, λίγα μέτρα μακριά από τη σκάλα.
Τις λιγοστές φορές, που κατόρθωσε να λυθεί, χαιρόταν τη λευτεριά του τρέχοντας σαν τρελός γύρω-γύρω από το περιβόλι, μέχρι να κουραστεί και να ξαναγυρίσει στην αυλή για να δεχθεί και πάλι στωικά τα δεσμά του.
Στις κρύες μέρες του χειμώνα, αλλά και στα καλοκαιριάτικα λιοπύρια, φώλιαζε μέσα στο ξύλινο κασόνι του.
Το κασόνι είχε ξεμείνει από τη συσκευασία της ντιζελομηχανής, μάρκας  Lister, που ο πατέρας είχε αγοράσει για να ποτίζει τις φρεσκοβαλμένες  αχλαδιές, με νερό από το πηγάδι.
Ο Αηδόνης μπορεί να είχε στερηθεί τη λευτεριά του, όχι όμως την αγάπη και τα παι­χνίδια μας.
Με το που μας έβλεπε, έκανε του κόσμου τις χαρές.
Ήξερε ότι, εκτός από τα χάδια μας, όλο και κάτι νόστιμο θα γευόταν από τα χέρια μας.

Στο εξοχικό μας τα καλοκαίρια διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Οι αχλαδιές ψήλωναν.
Ο Αηδόνης μεγάλωνε  και μαζί του μεγαλώναμε κι εμείς.
Πέρασε και αυτό που το λένε προσδόκιμο ζωής.
Εμείς το μόνο που βλέπαμε ν’ αλλάζει πάνω του, με τον καιρό, ήταν ότι όλο και σο­βάρευε, όλο και του λιγόστευε η όρεξη για παιχνίδια.
Ώσπου μια μέρα πήρε το αυτί μας τους γονείς μας να συζητάνε χαμη­λόφωνα για κεί­νον.
Έλεγαν ότι το σκυλί έχει κακιά αρρώστια, έχει βγάλει ένα πράγμα στρογγυλό, σαν αυγό στην κοιλιά του, που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει.
Ότι το σκυλί έχει ρέψει, με το ζόρι στέκεται για λίγο όρθιο στα πόδια του, την περισ­σότερη ώρα μένει γονατιστό, γρυλίζοντας κλαψιάρικα.
Τότε ακούσαμε πρώτη φορά και κάτι για ευθανασία.
Πού να καταλάβουμε εμείς, τότε, τι σήμαινε η λέξη.
Τη νομίσαμε για κάποια γιατρειά.
Τελικά πήραν την απόφαση.
Μας την ανακοίνωσαν με όσο μαλακότερο τρόπο μπορούσαν.
Έτσι έπρεπε να γίνει…
Δυστυχώς δεν υπήρχε άλλη λύση.
Η ευθανασία θα λύτρωνε τον καημένο τον Αηδόνη από τους πόνους και την ταλαι­πωρία.

Τώρα το πρόβλημα ήταν το πώς θα γινόταν.
Κτηνίατρος ούτε για δείγμα στον μικρό μας τόπο.
Μόνον αν κάποιος το τουφέ­κιζε, το σκυλί θα πέθαινε ακαριαία, χωρίς να νοιώσει τί­ποτα.
Ο πατέρας είχε να πιάσει τουφέκι από τη μικρασιατική εκστρατεία, που σαν φαντά­ρος είχε φτάσει μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ, στα βάθη της Τουρκίας.
Πετάχτηκα με μιας και είπα την ιδέα μου.
Ο Γιάννης, ο φίλος μας, θα το έκανε.
Αν και μικρός, που δεν θα ’πρεπε να κρατάει τουφέκι, εκείνος με τη συγκατάθεση του πατέρα του είχε γίνει ένας πρώτης τάξεως κυνηγός.
Είχε θυμάμαι ο πατέρας του ένα μονόκαννο δεκαεξάρι.

Εκείνο το πρωινό όλοι μας είμαστε σοβαροί, αμίλητοι.
Πήγαμε προς τα κει.
Το σκυλί με δυσκολία στάθηκε στα πόδια του και βγήκε από το κασόνι.
Δεν μας κούνησε την ουρά του.
Μας κοίταξε μονάχα με κείνο το βλέμμα του, όλο μελαγχολία και απόγνωση.
Μπορεί και κάτι να κατάλαβε, βλέποντας το τουφέκι στα χέρια του Γιάννη.
Εγώ με τη μητέρα μου μείναμε πιο πίσω.
Ο Γιάννης στάθηκε εκεί που έπρεπε.
Γύρισε και μας ρώτησε:
"Εντάξει";
Του κουνήσαμε το κεφάλι μας ότι  συμφωνούμε.

Όταν όλα είχαν τελειώσει, του λύσαμε το κολάρο από τον λαιμό, τον σηκώσαμε και τον θάψαμε στην άκρη του κτήματος, κοντά στη μεγάλη συκιά.
Πέρασε και κείνο το καλοκαίρι, όπως πέρασαν ύστερα το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Ήλθε η άνοιξη.
Το χορτάρι ξαναφύτρωσε σ’ όλο το περιβόλι και πήρε να ψηλώνει.
Στο χώμα, πάνω από κει που είχαμε θάψει το σκυλί, μια αγκαλιά τσιποκάλαμα είχαν ξεπε­ταχτεί όλο φρεσκάδα, μισό μέτρο πιο ψηλά.
Το κορμάκι του Αηδόνη μας, λίπασμα πια, έδινε ζωή και δύναμη στα τρυφερά βλα­στάρια…   


Παίζοντας με τον Αηδόνη

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

SARAH KANE (1971-1999): ''Crave''

«Crave» (Λαχταρώ)
Της Σάρα Κέην 
Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ' αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ' αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ' αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και να 'μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και να 'μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ' ήξερα μια ζωή.
Και ν' ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τό να σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ' αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν' αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ' το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν' αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ' αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ' αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ' αφήνω να σηκωθείς απ' το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ' ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναληπτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ 
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη, για την παράσταση της Νέας Σκηνής 
Το «Crave» («Λαχταρώ») είναι το προτελευταίο έργο που έγραψε η Σάρα Κέην πριν από την αυτοκτονία της στις 20 Φεβρουαρίου του 1999. Γραμμένο το 1998, το έργο αποτελεί σίγουρα έναν από τους πιο ερωτικούς μονολόγους που έχουν γραφτεί ποτέ.