Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (1930): Ο συντοπίτης (από τον Πύργο), μεγάλος, διηγηματογράφος μας.




Ο Οβολός


Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.

- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!


Η απαντητική επιστολή που μου έστειλε ο Η.Χ.Π, για το βιβλίο μου ''σινική μελάνη'', στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στον αείμνηστο συμπολίτη μας, ποιητή, Βαγγέλη Αποστολόπουλο.
(Τρία χρόνια πέρασαν από τον πρόωρο θάνατό του).

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Από τα διαμάντια του Αιγαίου: ΙΟΣ 2012

Ο καιρός καλυτερεύει, οι ιώσεις που μας ταλαιπωρούν θα περάσουν κι αυτές,
οι όμορφες εικόνες από την Ίο σίγουρα θα βοηθήσουν...



Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

''ΖΑΧΑΡΩ'', η ονομασία του γενέθλιου τόπου μας:

Μια ενδιαφέρουσα σκέψη του συμπολίτη μας Νίκου Αλεξανδρόπουλου, Αρχιτέκτονα,
για την ονομασία Ζαχάρω, σε συσχέτιση με τον χάρτη του Άγγλου W.M.Leake (1805),
που δημοσιεύσαμε, όπου εκεί σημειώνεται ως Zakari.

Σε πολλά έγγραφα των αγωνιστών του 1821  η περιοχή της Ζαχάρως αναφέρεται ως τοπωνύμιο. Τότε δεν υπήρχε ο οικισμός.
Στο ύψωμα του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν το κονάκι του μπέη. Προκύπτει και από παλαιά συμβόλαια.
Τον τόπο τον καλλιεργούσαν οι Τσορβατζέοι, ενώ είχαν τα χειμαδιά τους και οι Αλβαινέοι, που είχαν φτιάξει τρεις πρόχειρους (χειμαδιά)συνοικισμούς: Τα «Καλύβια» γύρω από τον Παλιό άγιο Σπυρίδωνα (εκεί που είναι σήμερα ο άγιος Νεκτάριος), τα «Περα Καλύβια» και τα «Κάτου Καλύβια»,  δηλαδή το σημερινό «Κάτου Ξηροχώρι», όπου μέχρι και πριν λίγο καιρό υπήρχαν οι χαρακτηριστικές πλεχτές με κλαδιά από λυγαριές, τσοπαναρεϊκες καλύβες.
Ο σημερινός οικισμός της Ζαχάρως άρχισε να δημιουργείται, ως μόνιμος,  μετά το 1835.  
Σχετικά με την ονομασία της Ζαχάρως, η παράδοση που επικρατεί είναι ότι αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση, υπήρχε κάποια γυναίκα χανιτζού, που την έλεγαν Ζαχαρούλα. Και ότι από το όνομά της πήρε το όνομα και ο τόπος. Όμως η μόνη πραγματική, ιστορικά εξακριβωμένη, «Ζαχαρούλα» που συνδέεται με την περιοχή της Ζαχάρως είναι η Μαρία Ζαχαρία  (Marie Zaccaria) που κατείχε την περιοχή από το 1402 έως και 1404, χήρα του Πέτρου Βόρδου, που κατάγονταν από τον Άγιο Σουπερανό της Γένοβας. Αυτή  είχε στην κατοχή της την Δυτική Πελοπόννησο, από την οποία την έδιωξε ο  ανιψιός της Ζαχαρίας Κεντυρίων Β’ (Centurione Zaccaria 1404-1432) βαρόνος της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς). Ο οποίος, με τη σειρά του, αυτή την περιοχή την έδωσε προίκα στην κόρη του Αικατερίνη, όταν παντρεύτηκε έναν αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Φαίνεται λογικό η περιοχή να έλαβε το όνομά της από το όνομα του φεουδάρχη της Ζαχαρία (Zaccaria). Ενώ πιθανότατα σαν ανάμνηση παρέμεινε το όνομα «Ζαχαρούλα», της προκατόχου του Κεντυρίονα, Μαρίας Ζαχαρία, της αδικημένης θείας του. Την οποία ο, πονόψυχος και υπέρ των αδικημένων, λαός την αποκαλούσε χαϊδευτικά «Ζαχαρούλα» στις αφηγήσεις του στα βάθη των αιώνων που ακολούθησαν.
Άλλωστε όλα σχεδόν τα χωρία της περιοχής μας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ηλείας, της Μεσσηνίας και αλλού στην Πελοπόννησο, έχουν πάρει τα ονόματά τους από τους ιδρυτές τους ή τους τιμαριούχους τους, γι΄ αυτό και οι παλιότεροι, μέχρι και πρόσφατα, όταν αναφερόσαντε στα χωρία, βάζανε το πρόθεμα «ΣΤΟΥ» και χρησιμοποιούσαν την γενική κλίση και όχι την ονομαστική. Δηλαδή λέγανε «στο χωριό του Μπαράκου»  και για συντομία στου «Μπαράκου», στου «Γολέμι», στου «Μπεσκίνι», στου «Σκλήβα», κ.λπ.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Κώστας Περδίκης:

(Για τα φανταράκια του τότε, του τώρα και του αύριο).

χακί θύμησες


Μέσα Φθινοπώρου 1972.
Νεοσύλλεκτοι στο 6ο σύνταγμα πεζικού, στην Κόρινθο.
Χούντα ακόμη…
Απαραίτητη, η τακτική Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησή μας, η ΕΗΔ…
Λίγο αργότερα, διαταγή από το Αρχηγείο να γράψουμε, όλοι μας, έκθεση με θέμα την "Εθνοσωτήριο Επανάσταση".
Προθεσμία παράδοσης της έκθεσης "μέχρι τα τέλια του μηνός", σύμφωνα με τα λόγια του ανεκδιήγητου λοχία μας.
Καθημερινό ξεθέωμα από την πορεία στα Εξαμίλια , τις ασκήσεις και τα καψόνια.
Λίγο πριν το μεσημεριανό γεύμα έφτανε, επί τέλους, η ευλογημένη ώρα της χαλά­ρωσης.
Απ’ άκρη σ’ άκρη στο στρατόπεδο, από τα μεγάφωνα στη διαπασών, ο Γιάννης Που­λόπουλος, αστέρας της εποχής, να άδει με πόνο:
"πάμε για ύπνο Κατερίνα, πάμε ν’ αλλάξουμε  ζωή, να δούμε όνειρα από κείνα, που τελειώνουν το πρωί".
Για μας, τότε, το πιο γλυκό βάλσαμο.
Πως και πως περιμέναμε να πάμε για ύπνο, έστω και χωρίς Κατερίνες, για να δούμε τα δικά μας όνειρα.
Ότι τα βάσανά μας θα τελειώσουν κάποτε και οι καλύτερες μέρες δεν θ’ αργήσουν να ’ρθουν…
Μεσημεριανό γεύμα


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Κώστας Περδίκης:


τα μανουσάκια

Αχ, εκείνα τα μανουσάκια…
Τι άρωμα, τι χρώμα, τι φρεσκάδα.
Από τα μέσα του χειμώνα μέχρι τις αρχές της άνοιξης, ανθίζανε στα βαλτόνερα, γύρω από τη λίμνη.
Πέντε-έξι μικρά φτωχόπαιδα, που όλη τη χρονιά τη βγάζανε ξυπόλητα και μόνο τις γιορτές βλέπανε τα πόδια τους γαλότσες, τα έκοβαν, τα έκαναν ματσάκια και τα έφερναν στην αγορά για να τα πουλήσουν.
Ήσαν παιδιά από πολύτεκνες οικογένειες που ζούσαν στις χαμοκέλες, που οι πατερά­δες τους όπως-όπως είχαν φτιάξει κοντά στη λίμνη, εκεί που άρχιζε το δάσος.
Κράταγαν τα ματσάκια κάτω από τις μασχάλες τους και οι χυμοί από τα φρεσκοκομ­μένα κοτσάνια στάζανε ακόμη, λαμπιρίζοντας στον ήλιο, σαν μικρά διαμάντια.
Στην πόλη, τα πιο πολλά σπίτια είχαν στα μπαλκόνια τους γλάστρες με όλων των ει­δών τα λουλούδια, αλλά και οι μικροί κήποι δεν πήγαιναν πίσω.
Όμως εκείνα τα μανουσάκια ήσαν το κάτι άλλο.
Τα χαιρόμαστε μόνο μια φορά τον χρόνο και για όσες μέρες άντεχαν να μείνουν φρέ­σκα μέσα στα βάζα.
Ο ερχομός τους έφερνε μαζί την προσμονή της άνοιξης και την αισιοδοξία για το άνοιγμα του καιρού.
Η δυσκολία να πας και να τα βρεις εκεί που φύτρωναν, μακριά από την πόλη, τα έκανε ακόμη πιο περιζήτητα.
Δοκίμασα να φυτέψω στον κήπο μας έναν βολβό από "άγριο" μανουσάκι.
Φύτρωσε, ψήλωσε και όταν ήλθε ο χειμώνας έβγαλε το πρώτο του λουλούδι.
Είχε  το ίδιο όμορφο χρώμα, την ίδια φρεσκάδα, αλλά το άρωμά του δεν ήταν όπως εκείνων, που ’φερναν και πουλούσαν τα παιδάκια…

Καθώς πηγαίναμε προς το καλοκαίρι, οι ίδιοι εκείνοι μπόμπιρες εμπορεύονταν και άλλα προϊόντα…
Μετά από τα μανουσάκια, είχαν σειρά οι μικρές αγριαγκινάρες.
Τις έφερναν βρασμένες και αλατισμένες, μέσα στις κανίστρες.
Ακόμη έχω στο στόμα μου τη γλύκα τους …
Ακολουθούσαν τα ασπρουδερά μικρούλικα σαλίγκια.
Τα μάζευαν από τους λιγοστούς θάμνους, που φύτρωναν στους αμμόλοφους της πα­ραλίας μας.
Τα μέτραγαν με το κρασοπότηρο και ήταν ιδανικός μεζές, βρασμένα με αλάτι και ρί­γανη, για όσους έπιναν το ούζο ή το κρασί τους στα καφενεία και στις μικρές ταβέρ­νες.
Τελευταία ήσαν τα καβουρντισμένα και αλατισμένα μύγδαλα.
Τα πουλούσαν μέσα σε χωνάκια, φτιαγμένα από χαρτί εφημερίδας.
Οι επισκέπτες της πόλης μας, οι λουόμενοι, τα ’βρισκαν πολύ νόστιμα, όπως άλλωστε κι εμείς τα παιδιά, τακτικοί θεατές, τότε, του θερινού μας σινεμά.
Σπεύδαμε να τα αγοράσουμε από τους μικρούς εμπόρους που μπούκαραν μέσα, μόλις ο Βαγγέλης, ο μηχανικός, έκανε διάλειμμα και άναβε τα φώτα…

μανουσάκι = κοινή ονομασία του φυτού Νάρκισσος
χαμοκέλα = ισόγειο φτωχόσπιτο, καλύβα
σαλίγκι = σαλιγκάρι

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ (1944):


Τα χέρια

“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.”
(Από το βιβλίο “Γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, εκδ. Μελάνι”)


Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ (από το αρχείο του Θανάση Κ. Δαϊκου):

Ουσάκ, 16 Νοεμβρίου 1921
(λίγους μόλις μήνες πριν τη Μικρασιατική καταστροφή),
ο ανθυπολοχαγός Δημήτριος Κ. Περδίκης γράφει στον θείο του, Σχολάρχη Κων/νο Δαϊκο.

                                                                
 
  Ο Δημήτριος Κ. Περδίκης είναι ο πρώτος από αριστερά