Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ (Γιώργος Κοντογιώργης 1920-2010), ο Μαθηματικός μας (1967) στο φροντιστήριο ''Σταυρόπουλου-Τσατσάκη'', από τους σημαντικότερους υπερρεαλιστές ποιητές μας.

ΑΛΓΕΒΡΑ
Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Κώστας Περδίκης: Αντί μνημοσύνου (20 Νοεμβρίου 1985)



το δωμάτιο που έβλεπε στη δύση


Το σπίτι μας ήταν μεγάλο, δίπατο, με κεραμιδένια στέγη.
Στη δυτική του πλευρά δύο μεγάλα παράθυρα έβλεπαν προς τη μεριά της θάλασσας και ανάμεσά τους μια  μπαλκονόπορτα έβγαζε στο μπαλκονάκι, με το καλοδουλεμένο κάγκελο και τις πολλές γλάστρες, μπιγκόνιες, αρμπαρόριζες, γαριφαλιές και κρινάκια.
Tο ένα, από τα δύο δυτικά δωμάτια, τό ’χαμε για σάλα και δεν πολυπηγαίναμε.
Το άλλο, ήταν το δωμάτιο των γονιών μας.
Το διπλό κρεβάτι τους, ένα μεγάλο κομό στα πόδια του, η ραπτομηχανή Singer της μάνας μας, δίπλα στο παράθυρο και μια καρέκλα, ήσαν όλα κι όλα τα έπιπλά του.
Πάνω από το κομό, ψηλά στον τοίχο ανάμεσα στα εικονίσματα, το γυάλινο κουτί με τα στέφανα του γάμου τους, ιερό σύμβολο της δια βίου ένωσης και πιο κάτω το καντήλι.
Εκεί της άρεσε να πηγαίνει, μετά το μεσημεριανό φαγητό, αφού πρώτα τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων και το συμμάζεμα του τραπεζιού.
Ξάπλωνε στο κρεβάτι έχοντας πάντα κάτι να διαβάσει, από απόκομμα εφημερίδας, κάποιο σχολικό ή εξωσχολικό βιβλίο, μέχρι Μικρό Ήρωα.
Την ίδια ώρα ο πατέρας έφευγε, με το γαϊδούρι και την κατσίκα μας, για την απογευματινή του βόλτα στο εξοχικό μας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ο ήλιος, καθώς έγερνε, έμπαινε από το παράθυρο γεμίζοντας το δωμάτιο με γλυκό, κιτρινωπό φως και θαλπωρή.
Η Singer, στην αριστερή της μεριά, είχε μια γυαλισμένη τάβλα, κάτι σαν τραπεζάκι, που με βόλευε να ακουμπάω και να ετοιμάζω τα μαθήματά μου.
Εκεί πάνω, δίπλα στο παράθυρο και στο πλούσιο φως, έκανα τη γραφή, την καλλιγραφία, έλυνα τα προβλήματα της αριθμητικής και ζωγράφιζα τους χάρτες της γεωγραφίας, πολιτικούς και γεωφυσικούς.
Μου άρεσε να την νοιώθω κοντά μου, να μου κάνει συντροφιά και ας μην μιλάγαμε την πιο πολλή ώρα.
Τις μέρες, όμως, που ο καιρός χάλαγε, χάλαγε μαζί και η διάθεσή μου.
Χάζευα, μελαγχολικά, τη βροχή να σπάζει με δύναμη στα τζάμια και τις ρουνιές να τρέχουν  από τα κεραμίδια, μπροστά μου, διάφανες κουρτίνες.

Πολλά χρόνια μετά, μια μουντή Τετάρτη του Νοέμβρη, παραμονή της Παναγίας, λίγο πριν το μεσημέρι, μαζί με την αδελφή μου, της κλείσαμε τα μάτια.
Συνέβηκε εκεί, στον άχρωμο και ψυχρό θάλαμο της νέας πτέρυγας του Ερυθρού.
Μακριά από το σπίτι μας και το δωμάτιό της, εκείνο το δυτικό, που την ίδια ώρα, θέλω να φαντάζομαι, ο ήλιος θα ετοιμαζόταν να μπει από το παράθυρο, για να ζεστάνει λίγο την παγεράδα του επελθόντος θανάτου της…

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Κώστας Περδίκης:

η άλλη…


Από τότε που τον πρωτογνώρισα μέχρι και σήμερα, πατημένα πια τα εξήντα, παραμένει ένας όμορφος και καλοστεκούμενος άντρας.
Ψηλός, στεγνός, με καστανόξανθα μαλλιά, λίγο ασπρισμένα και πάντα με μακρύ μουστάκι.
Επάγγελμα χτίστης πέτρας, πετράς και μαρμαράς μαζί.
Πελεκάει και χτίζει τις μαρμαρόπετρες, που βγάζει από τα γύρω βουνά, πάνω από σαράντα χρόνια, με το ίδιο μεράκι και την ίδια όρεξη.
Πιάνει την πέτρα και την κάνει στολίδι.
Ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς, έχει φτάσει τώρα να είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης, ένας γητευτής της πέτρας.
Την τέχνη την έμαθε, παλικαράκι ακόμη, κοντά στους Λαγκαδιανούς μαστόρους, τους πετροχτιστάδες, που τότε μπουλούκια κατέβαιναν στα μέρη μας, για να χτίσουν σπίτια και εκκλησιές στα χωριά μας.
Δεν υπήρχαν, τότε, ντόπιοι χτιστάδες τόσο καλοί.
Γυρνώντας από φαντάρος δεν άργησε και μικροπαντρεύτηκε, από έρωτα, μια κοντοχωριανή του λυγερή.
Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια και στο σπιτικό του φύτρωσαν τρία φυντάνια, για να γίνει από τότε και πολύτεκνος.
Σωστός σε όλα του, στη φαμίλια, στα νιτερέσια της δουλειάς, στην αγορά.
Πρώτος ακόμη στο τραγούδι και στον χορό.
Ο Χρόνης με τ’ όνομα.
Πιάνοντας τον ματρακά και το βελόνι, έπιανε μαζί και το τραγούδι.
Το μαστορόπλο, καλό και σεβαστικό παιδί, που κοντά του μάθαινε την τέχνη, τον σιγοντάριζε σφυρίζοντας στον ίδιο  σκοπό.
Δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι.
Φόρτωνε τα παιδιά στην καρότσα του μικρού φορτηγού, την κυρά δίπλα του και έτρεχε στα γύρω ξωκκλήσια, όταν γιόρταζαν και είχαν πανηγύρια.
Καμαρώνει τώρα και κορδώνεται, με το δίκιο του, σαν μετράει και δείχνει μερικά, μόνο, απ’ αυτά που έχει χτίσει.
Εκκλησιές, αρχοντόσπιτα, αλλά και χαμηλά σπιτάκια, βρύσες, μάντρες, πορτασιές.
Ακόμη και τους τάφους, τους πιο ωραίους, που έχει κάνει στο μικρό νεκροταφείο του χωριού.
Είχε στήσει το εργαστήρι του μακριά από τα τελευταία σπίτια, μέσα στα βουνά, κοντά στον δρόμο που ’βγαζε στο ξωκκλήσι του Αι-Νικόλα.
Εκεί πελέκαγε τα πιο δύσκολα κομμάτια, όπως παραστάδες, πρέκια, φουρούσια, καμάρες και σταυρούς.
Σαν τα ετοίμαζε, τα κουβάλαγε με το φορτηγάκι του και τα ταίριαζε εκεί που έπρεπε, στα γιαπιά που ’χτιζε.
Όλα του τα ανάχρεια ήτανε μέσα κει.
Κρεμασμένα, πάνω από τον βαρύ πάγκο, κάθε είδους καλέμια, βελόνια, ματρακάδες, σμίλες, τρυπάνια, ράσπες.
Τριγύρω σκόρπια κομμάτια μάρμαρα και πέτρες.
Στο βάθος το διαμαντοπρίονο, το πιο βαρύ εργαλείο, για να σχίζει τις μαρμαρόπετρες.
Ώρες αμέτρητες πέρναγε μέσα κει δουλεύοντας.
Οι σφυριές, ανάκατες με το τραγούδι του, φτάνανε μέχρι τον δρόμο.
Αργά το μεσημέρι σαν τέλειωνε, δεν ξέχναγε πριν φύγει να δέσει με τη μακριά αλυσίδα, μπροστά στην πόρτα, το άγριο λυκόσκυλο, που πάντα είχε για φύλακα.

Ο Χρόνης, στα κέφια του, αν βρει καλή παρέα και καλή ρακή, αρχινάει, κουτσοπίνοντας, να λέει ιστορίες, παλιές και νέες.
Τις ξετυλίγει όμορφα, με μετρημένες λέξεις και φράσεις.
Είναι θυμόσοφος…
Κάποτε ξεμονάχιασε και μένα και έπιασε να μου λέει μια ιστορία,  που για να πω την αλήθεια, μου φάνηκε παράξενη, λίγο σαν παραμύθι.
Ύστερα από τόσα χρόνια την θυμάμαι καλά, ακόμη.

Ήταν, τότε, στις μεγάλες του δόξες.
Δεν προλάβαινε να κλείνει δουλειές.
Θα ’ταν κοντά στα σαράντα, με τα παιδιά του αρκετά μεγαλωμένα.
Μια μέρα ένας φίλος του εργολάβος, που άνοιγε έναν δρόμο μακριά από το χωριό, του ξεφορτώνει ένα μεγάλο βράχο στην πίσω αυλή της καλύβας του.
"Δεν είναι σαν τους δικούς μας", του λέει.
"Τούτος είναι αλλιώτικος, έχει πόρους και δουλεύεται πιο εύκολα, σε σένα όλο και κάτι θα χρησιμέψει".
Ήταν ένας μακρόστενος βράχος κοντά δύο μέτρα, κιτρινωπός σαν την άμμο, με μικρές τρύπες σαν σφηκοφωλιά.
Από κείνη τη στιγμή στο μυαλό του Χρόνη σφηνώθηκε η ιδέα.
Κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε πρώτα όσα έπρεπε να ετοιμάσει, αντί να φύγει, πήγαινε πίσω στην αυλή και πελέκαγε τον βράχο.
Το μαστορόπλο όλο και κρυφοκοίταγε περίεργα, μέχρι που μια μέρα τόλμησε να τον ρωτήσει, λίγο ντροπιασμένο.
"Γυναίκα φτιάχνεις μάστορα;"
"Ναι ρε μπουμπούνα", του απαντάει, "τι νόμιζες ότι θα ’φτιαχνα κανέναν μαγκλαρά, δεν φτάνουμε εμείς οι δύο;"
"Παλεύω να φτιάξω ένα θηλυκό, να το ’χουμε για παρέα σε τούτη δω την ερημιά".
Από τότε και όσο ο καιρός πέρναγε, το μαστορόπλο έβλεπε θαμπωμένο τον βράχο, μέρα με τη μέρα, να μοιάζει όλο και πιο πολύ στη γυναίκα, που ο μάστοράς του είχε φανταστεί.
Μπροστά στα μάτια τους ήταν τώρα, ξαπλωμένη στο χώμα, μια κοπέλα με μακριά πόδια, μακριά μαλλιά και στητά στήθια, σαν ζωντανή.
Δεν χόρταιναν να τη χαζεύουν.

Η Χρόναινα, λίγες φορές πέρναγε από το εργαστήρι του άντρα της.
Μια απ’ αυτές ήταν σίγουρα εκείνη, σαν γύρναγαν από το πανηγύρι του Αι-Νικόλα και έβρισκε τότε την  ευκαιρία να συμμαζέψει λίγο τον χαμό που βασίλευε κει μέσα.
Όλες τις άλλες μέρες, πάλευε με τις δουλειές του σπιτιού, με τα παιδιά και με τον μικρό της μπαξέ, δίπλα στην αυλή τους.
Τα ’φερε όμως έτσι ο διάολος να περάσει από κει μια μέρα, που ’ψαχνε τον άντρα της.
Βρήκε το μαστορόπλο να τεμπελιάζει και να λαγοκοιμάται ακουμπισμένο στον πάγκο,.
Χωρίς να το ξυπνήσει, το προσπέρασε ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω κι άνοιξε μετά την πορτούλα, που ’βγαζε στην πίσω αυλή.
Στην αρχή παραξενεύτηκε μ’ αυτό που είδε ξαπλωμένο εκεί, ψάχνοντας όμως με τη  ματιά της από πάνω μέχρι κάτω, δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία.
Της ήρθε το αίμα στο κεφάλι, ζεματίστηκε …
Ξύπνησε το μαστορόπλο και χωρίς να του πει κουβέντα για ό,τι είδε, του ζήτησε να την πάει με το μηχανάκι του στο χωριό.

Το ίδιο βράδυ, ο καλός της μαζεύτηκε σχετικά νωρίς από τον καφενέ.
Είχε πιει τις ρακές με την παρέα του, είχαν πει τα καλαμπούρια τους και ήταν μες στην καλή χαρά.
Όλα του είχαν πάει καλά κείνη τη μέρα, δεν είχε παράπονο.
Τα παιδιά είχαν πέσει από νωρίς για ύπνο και θέλησε να μοιραστεί τη καλή του διάθεση με την κυρά του.
Χαμογελώντας πονηρά κάτω από το μουστάκι του, άφησε κάποιο υπονοούμενο για τα περαιτέρω, όμως εκείνη φανερά θυμωμένη, του ’κοψε με τη μια την όρεξη.
Παραξενεύτηκε, όχι τόσο για την άρνησή της, όσο για το ύφος  της το ξινισμένο και θέλησε κάποια εξήγηση.
Τ’ άκουσε τότε όλα μαζεμένα, χωρίς ανάσα, από το στόμα της.
"Παράτα με ήσυχη, εσύ έχεις την άλλη τώρα, εγώ δεν σου ’φτανα. Βλέπεις εκείνη, που ’φτιαξες, θα μείνει πάντα νέα κι όμορφη, όχι σαν του λόγου μου, που μ’ έφαγαν οι δουλειές και οι έγνοιες".
Έτσι τα ’πε και γυρνώντας του την πλάτη έπεσε στο κρεβάτι.
Ο έρμος Χρόνης νόμιζε ότι, τόσα χρόνια που ήταν μαζί, την ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά και τούτο το φέρσιμο του ’ρθε κατακέφαλα, δεν το περίμενε.
Πώς να το χωνέψει ότι η γυναίκα του είχε ζηλέψει ένα άγαλμα, μια άλλη από πέτρα…
Όλο το βράδυ βρυκολάκιασε, μάτι δεν έκλεισε.
Αχάραγα σηκώνεται και χωρίς να της πει κουβέντα, βάζει μπροστά το φορτηγάκι για το εργαστήρι του.
Σ’ όλο τον δρόμο, μια φράση μόνο βγαίνει μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του:
"Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι".
Με το που τον βλέπει το λυκόσκυλο να ’ρχεται, του κάνει χίλιες χαρές γρυλίζοντας, αλλά κείνος που όρεξη για τέτοια.
Βουτάει τη βαριά από τον πάγκο και κλωτσώντας το πορτάκι βγαίνει στην πίσω αυλή.
Θολωμένος καθώς είναι, στέκεται για μια στιγμή να πάρει ανάσα και της ρίχνει μια ματιά,  την τελευταία…
Η βαριά σηκώνεται και πέφτει με φόρα σμπαραλιάζοντας πρώτα τα μακριά της πόδια.
Μουρμουρίζοντας πάντα τις ίδιες λέξεις: "Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι", συνεχίζει με την ίδια βία να σπάζει, προχωρώντας όλο και πιο πάνω, μέχρι να κάνει και το κεφάλι της θρύψαλα.
Τελειώνοντας, λούτσα στον ιδρώτα, παρατάει χάμω τη  βαριά και ξαλαφρωμένος πάει προς το σκυλί.
Εκείνο συνεχίζει τις χαρές, σαν να κατάλαβε, το καημένο, τα ζόρια που τράβηξε ο κύρης του.
Το χαϊδεύει στο κεφάλι στοργικά και κάθεται κοντά του, σε μια πέτρα, για να ξελαχανιάσει.


Την ίδια στιγμή, ο ήλιος μόλις που άρχιζε να ξεμυτίζει, από την απέναντι βουνοκορφή…


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου. Πηγή: www.lifo.gr


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Κώστας περδίκης: Ο άλλοτε ''μαύρος χρυσός'' του τόπου μου

Τρυγητές σταφίδας, ξυλογραφία του χαράκτη Τάσσου (1953)


ο ήχος της μάκινας 

Όλος ο κάμπος της Ηλείας, τότε, μια απέραντη πράσινη θάλασσα.
Όλη η εύφορη γη, παραδομένη αποκλειστικά σχεδόν σ’ αυτήν:
στην καλλιέργεια της μαύρης κορινθιακής σταφίδας, του "μαύρου χρυσού" της εποχής.
Χιλιάδες στρέμματα, χιλιάδες αλώνια.
Για χάρη της, μέχρι και εθνικό πρόβλημα προέκυψε, το λεγόμενο σταφιδικό ζήτημα, όταν για κάποια συνεχόμενα χρόνια, η τιμή της κατρακύλησε στα τάρταρα.
Σ’ αυτήν, κάθε χρονιά, οι φτωχοί σταφιδοπαραγωγοί στήριζαν  όλες τους τις ελπίδες.
Γι’ αυτήν πάλευαν τον περισσότερο καιρό.
Την κλάδευαν για να βγάλει νέα βλαστάρια.
Την έσκαβαν για να αφρατέψει το χώμα και μετά σβάρνιζαν τα κουτρούλια.
Τη χαράκωναν για να "δέσει" σταφύλια.
Τη ρένταγαν και την τειάφιζαν, δεκάδες φορές, για περονόσπορο κι άλλες αρρώστιες.
Την ξεφύλλιζαν για να παίρνει ήλιο και αέρα.
Την τρύγαγαν και την άπλωναν στα αλώνια για να ξεραθεί.
Τέλος τη μακινάριζαν για να βγει το καθαρό προϊόν, που το πούλαγαν, ύστερα, στον ΑΣΟ ή στους χοντρέμπορους της περιοχής.
Με τα λεφτά, που έπαιρναν, έπρεπε να βγάλουν κουτσά- στραβά όλη τη χρονιά.

Εκείνον  τον καιρό, θυμάμαι, κάθε Αύγουστο μήνα μετά της Παναγίας, έπιαναν οι πρώτες μπόρες.
Αυτά τα πρωτοβρόχια ήσαν ό,τι πιο καταραμένο γεγονός μπορούσε να συμβεί στη σοδειά, που λιαζόταν απλωμένη στα αλώνια, έτοιμη σχεδόν για μάζεμα.
Η σταφίδα δεν ήθελε και πολύ, ακόμη και να μύριζε υγρασία, της έφτανε για να μουχλιάσει και να πάει στράφι όλος ο κόπος.
Τα αδιάβροχα υλικά, νάυλον κ.λ.π., ήσαν άγνωστα τότε.
Οι έρμοι αγρότες έτρεχαν αλλόφρονες με τα σταφιδόπανα και τα πισσόχαρτα, φορτωμένα πάνω στ’ άλογα και στα γαϊδούρια, για να προλάβουν το κακό.
Πότε από τα καπρίτσια του καιρού και πότε από την εξευτελιστική τιμή, το όφελος της μιας χρονιάς, την άλλη γινόταν καπνός.
Είδαν κι απόειδαν ότι από τη σταφίδα μεγάλη προκοπή, όσο και να περίμεναν, δεν θα ερχόταν.
Μέσα σε μια πενταετία τις ξερίζωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη και τις αντικατέστησαν με το νέο είδος της εποχής, την ντομάτα, που άφηνε μεγαλύτερες προσδοκίες για κέρδη.

Όλες οι ασχολίες, που σχετίζονταν με τη σταφίδα, μου προξενούσαν το ενδιαφέρον.
Εκείνη όμως που πραγματικά με μάγευε ήταν το μακινάρισμα και αυτό για δύο λόγους.
Ο ένας ήταν γιατί η όλη δουλειά γινόταν πάντοτε τη νύχτα, που η ξεραμένη σταφίδα ήταν δροσερή και σφριγηλή και αυτό έκανε πιο εύκολη την επεξεργασία της.
Ο άλλος ήταν αυτό το ίδιο το μηχάνημα, που έκανε αυτή τη δουλειά, η μάκινα όπως τη λέγανε.
Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο κιβώτιο, δυόμισι περίπου μέτρα μήκος, ένα και κάτι πλάτος και γύρω στα δύο ύψος.
Είχε ξύλινα και μεταλλικά μέρη.
Ο καρπός έπεφτε μέσα σε μια μεταλλική σκάφη στο πάνω μέρος της μάκινας και καθώς κατέβαινε σιγά-σιγά προς τα κάτω, περνούσε από διαδοχικά κόσκινα, μέχρι να καταλήξει στο κάτω μέρος καθαρός, μέσα στο σακί.
Μια μεγάλη μανιβέλα που τη γύριζε ο πιο μπρατσωμένος εργάτης και μερικά λουριά και γρανάζια έδιναν κίνηση στα κόσκινα, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα ρυθμικό μεταλλικό ήχο.
Κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ.
Το μακινάρισμα άρχιζε όταν η νύχτα έπεφτε για τα καλά και κράταγε μέχρι το πρώτο φως της μέρας.

Εμείς τότε δεν είχαμε δική μας σταφίδα.
Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φρόντισε να απαλλαχθεί από δαύτη.
Τα βράδια, από τη βεράντα του μικρού εξοχικού μας, έβλεπα μακριά, το άσπρο φως από τις λάμπες λουξ να καταυγάζει κάποιο αλώνι, μέσα στον κάμπο και άκουγα τον ήχο της μάκινας ανακατεμένο με τις φωνές των εργατών.
Φανταζόμουνα, τότε, ότι ήμουνα κι εγώ εκεί, στο αλώνι, ανάμεσα στους εργάτες, που λούτσα στον ιδρώτα δούλευαν αδιάκοπα, πειράζοντας ο ένας τον άλλο και ότι  συμμετείχα στην όλη διαδικασία.

Όταν μετά από λίγο έπεφτα στο κρεβάτι μου, ψόφιος από τη νύστα, μέσα στο σκοτάδι, έφτανε στ’ αφτιά μου το ρυθμικό κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ της μάκινας, έκλεινα τα μάτια και ο ύπνος μ’ έπαιρνε γλυκά…